Υδρογονάνθρακες: Πρακτικές αξιοποίησης εγχώριου δυναμικού για βιώσιμη ανάπτυξη
Σημαντικές επενδύσεις και έντονη κινητικότητα καταγράφονται στον τομέα της ενέργειας στην Ελλάδα την τελευταία και πλέον δεκαετία προσφέροντας μια μοναδική ευκαιρία για την οικονομία, την απασχόληση και την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας. Οι εξελίξεις λαμβάνουν χώρα σε μια εποχή έντονου διαλόγου σχετικά με τις δράσεις και τις επιλογές που πρέπει να γίνουν για το μετριασμό και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, για την ανάγκη διαφοροποίησης των ενεργειακών πηγών και την επίτευξη ενεργειακής ασφάλειας, και για την εξασφάλιση μιας περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονομικά βιώσιμης ανάπτυξης σύμφωνα με τους στόχους που ορίζονται στην ατζέντα των Ηνωμένων Εθνών για το 2030. Δεδομένων αυτών των προκλήσεων, η κατανόηση των οικονομικών όρων αλλά και των δυσκολιών και των ευκαιριών που σχετίζονται με τις πολιτικές εγχώριου δυναμικού εμφανίζονται ως πρωταρχικής σημασίας. Οι οικονομικοί όροι ορίζουν τα δημόσια έσοδα μέσω της φορολογίας. Οι πολιτικές εγχώριου δυναμικού (local content policies) αποσκοπούν στη δημιουργία οικονομικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ του τομέα της ενέργειας και των λοιπών τομέων της οικονομίας με στόχο την αύξηση της προστιθέμενης αξίας πέρα από αυτήν που προκύπτει άμεσα από τον τομέα.
Οι ενεργειακές εξελίξεις οι οποίες καταγράφονται στην Ελλάδα μέχρι στιγμής φέρνουν στη χώρα διεθνείς εταιρείες με σημαντική εμπειρία, τεχνογνωσία και εδραιωμένο δίκτυο συνεργατών. Τα άμεσα οικονομικά οφέλη που απολαμβάνει το Ελληνικό δημόσιο μέσω της φορολογίας, μπορούν να ενισχυθούν εάν εφαρμοστούν κατάλληλες πολιτικές εγχώριου δυναμικού. Παραδείγματα τέτοιων πολιτικών αποτελούν η ενίσχυση της έρευνας, της εκπαίδευσης και της τεχνολογίας, οι πρωτοβουλίες που μπορούν να φέρουν κοντά τους εγχώριους προμηθευτές με τις διεθνείς εταιρείες, η θέσπιση προδιαγραφών και κανόνων που αφορούν στην αγορά εργασίας ή στη δημιουργία δεσμών του τομέα της ενέργειας με τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας, κ.α.
Οι εναλλακτικές επιλογές μπορούν να δράσουν καταλυτικά στον οικονομικό αντίκτυπο που μπορεί να έχουν τα ενεργειακά έργα. Για να συμβεί κάτι τέτοιο πρέπει να κατανοηθούν οι ευκαιρίες αλλά και οι προκλήσεις που σχετίζονται με την εφαρμογή των πολιτικών εγχώριου δυναμικού. Οι ευκαιρίες αφορούν στην τόνωση της απασχόλησης, στη μεταφορά τεχνογνωσίας και στην περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη. Οι ευκαιρίες απασχόλησης σχετίζονται με τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις της ζήτησης από τον τομέα της ενέργειας για υπηρεσίες και αγαθά που παρέχονται από τον κλάδο των κατασκευών και της βιομηχανίας, της εστίασης και της στέγασης, των νομικών και λογιστικών υπηρεσιών, της ασφάλειας και της προστασίας του περιβάλλοντος, των μεταφορών, της πληροφορικής κ.ά. Πρόσθετες ευκαιρίες συνδέονται με τη μεταφορά τεχνογνωσίας (Εικόνα 1) η οποία έχει να κάνει με την ένταση κεφαλαίου που χαρακτηρίζει τον τομέα της ενέργειας και την καινοτομία που λαμβάνει χώρα σε αυτόν. Η τεχνολογία και οι καινοτομίες που αφορούν άμεσα στην ελληνική οικονομία σχετίζονται με τον εξοπλισμό συντήρησης υπεράκτιων κατασκευών, τον υποθαλάσσιο εξοπλισμό και την σχετική τεχνολογία υποδομών, τις τεχνολογίες αυτοματισμού, ναυτιλίας και ναυπηγικής. Τέλος, άλλες πολιτικές εγχωρίου δυναμικού περιλαμβάνουν την αναβάθμιση των υποδομών, την παροχή κινήτρων για συνεργασία με τα εθνικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και την παροχή κινήτρων για έρευνα και ανάπτυξη σε τεχνολογίες αιχμής, οι οποίες μπορούν να βρουν εφαρμογή και σε άλλους τομείς πέραν του τομέα της ενέργειας.
Παρά τη σημασία των πολιτικών εγχώριου δυναμικού, ο σχεδιασμός τους από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και η εφαρμογή από την πλευρά των επιχειρήσεων και του δημόσιου τομέα δεν είναι πάντα εύκολη. Οι δυσκολίες σχετίζονται με την τεχνολογική πολυπλοκότητα, την υπάρχουσα εγχώρια ικανότητα και το χρόνο που απαιτείται για την ανάπτυξη δεσμών μεταξύ του τομέα της ενέργειας και της τοπικής οικονομίας. Μια μικρή οικονομία με περιορισμένη βιομηχανική βάση όπως η Ελλάδα μπορεί να δυσκολευτεί να παράσχει γρήγορα ανταγωνιστικές εισροές (αγαθά και υπηρεσίες) στον αναπτυσσόμενο κλάδο. Επιπλέον, ένας αναπτυσσόμενος τομέας ενέργειας σε συνδυασμό με τις φιλόδοξες πολιτικές εγχώριου δυναμικού μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην εύρυθμη λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας, τα οποία μπορεί να επηρεάζουν αρνητικά την απασχόληση, την παραγωγή σε άλλους τομείς της οικονομίας και τη θεσμική ικανότητα παρακολούθησης των εξελίξεων.
Οι πολιτικές εγχώριου δυναμικού πρέπει να συντονίζονται και να συνάδουν με τις εθνικές οικονομικές αναπτυξιακές προτεραιότητες και πολιτικές και να αποτελούν μέρος της γενικότερης αναπτυξιακής στρατηγικής. Η εναρμόνιση των πολιτικών εγχώριου δυναμικού με το ευρύτερο μείγμα δημοσιονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής μπορεί να είναι δύσκολη στην Ελλάδα, όπου καταγράφεται συχνή αλλαγή του φορολογικού και του νομοθετικού πλαισίου ή του μακροχρόνιου οικονομικού σχεδιασμού.
Η περιορισμένη αποτελεσματικότητα της αγοράς και η εγχώρια ικανότητα αντιμετώπισης τομεακών αναγκών ενδέχεται επίσης να υπονομεύουν τις πολιτικές αξιοποίησης του εγχώριου δυναμικού. Ο τομέας της ενέργειας είναι ένας τομέας έντασης κεφαλαίου που απαιτεί υψηλές κεφαλαιακές επενδύσεις, εξειδικευμένες εισροές και ακριβή τεχνολογία. Τα τελευταία συχνά παρέχονται από μεγάλες διεθνείς εταιρείες. Οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού χρησιμοποιούνται συχνά από τις διεθνείς επιχειρήσεις σε μια προσπάθεια μείωσης του κόστους και πρόσβασης σε ανταγωνιστικές εισροές. Αυτό το δίκτυο εφοδιασμού είναι πολύ καλά οργανωμένο και διασυνδεδεμένο, γεγονός που καθιστά συχνά δύσκολη τη συμμετοχή τοπικών προμηθευτών στην αλυσίδα εφοδιασμού ενός έργου, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η τοπική δυναμικότητα μπορεί να υπάρχει ή να είναι ανταγωνιστική. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις, οι οποίες μπορούν να αντιμετωπίσουν την ατελή πληροφόρηση στην αγορά, είναι καθοριστικές.
Οποιοσδήποτε συνδυασμός πολιτικών μπορεί να αποφέρει αποτελέσματα όταν οι εγχώριες δεξιότητες και δυνατότητες μπορούν να ανταποκριθούν επαρκώς στις τομεακές απαιτήσεις. Η έλλειψη δεξιοτήτων μπορεί να συνδέεται με το εκπαιδευτικό σύστημα, την ποιότητα και τις απαιτήσεις της υπάρχουσας βιομηχανικής βάσης ή με την πρόοδο των ερευνητικών έργων (π.χ. εάν τα ενεργειακά έργα προχωρούν γρήγορα δεν επιτρέπουν την έγκαιρη ανάπτυξη των δεξιοτήτων στην εγχώρια αγορά). Για το λόγο αυτό, οι πολιτικές παρεμβάσεις πρέπει να λάβουν έγκαιρα μέτρα ώστε να αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο κενό στις δεξιότητες μέσω της εκπαίδευσης, της σύνδεσης του τομέα της ενέργειας με την έρευνα και την ανάπτυξη και με τη δημιουργία κέντρων κατάρτισης και εκπαίδευσης. Στη προσπάθεια αυτή θα πρέπει να δοθεί έμφαση σε δεξιότητες και γνώση οι οποίες μπορούν να βρουν εφαρμογή και σε άλλους τομείς πέραν της ενέργειας, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η δυνατότητα μεταφοράς και διάχυσης της γνώσης.
Τέλος οι πολιτικές εγχώριου δυναμικού μπορούν να ενισχυθούν από τη δημιουργία επιχειρηματικών συνεταιρικών σχηματισμών (clusters). Ως προς αυτό το σημείο, μια βασική πρόκληση για την Ελλάδα συνδέεται με την έλλειψη αντίστοιχης κουλτούρας και κινήτρων για τη δημιουργία συνεταιρισμών και την ανταλλαγή των καλών πρακτικών. Η δημιουργία συνεταιρικών σχηματισμών είναι ιδιαίτερα σημαντική για τον τομέα της ενέργειας που κυριαρχείται από μεγάλες εταιρείες που επενδύουν σημαντικό χρόνο και προσπάθεια στην τεχνολογική αναβάθμιση και την καινοτομία. Η δημιουργία επιχειρηματικών συνεταιρικών σχηματισμών μπορεί να κατανεμηθεί γεωγραφικά ή/και τομεακά, εντός ή εκτός των εθνικών συνόρων (π.χ. οι σχηματισμοί μπορούν να επεκταθούν σε διακρατικό ή περιφερειακό επίπεδο έτσι ώστε να εκμεταλλευτούν οικονομίες κλίμακας) με τελικό στόχο την επιτάχυνση της καινοτομίας, της επιχειρηματικής ανάπτυξης και της απασχόλησης. Η γεωγραφική θέση της καθιστά την Ελλάδα ελκυστική για τη δημιουργία περιφερειακών επιχειρηματικών συνεταιρικών σχηματισμών που μπορούν να συμβάλλουν στην ενίσχυση του ρόλου της χώρας όσον αφορά στις ενεργειακές εξελίξεις στη Νότια Ευρώπη, τα Βαλκάνια και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Πηγή:energypress.gr