ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ: ΤΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ
Στη βάση αυτή τα σύγχρονα ζητήµατα αστικής ανάπτυξης αφορούν σε µια σειρά ολοκληρωµένων επεµβάσεων που βελτιώνουν τη δοµή και τη λειτουργία των πόλεων, µέσα από τον έλεγχο των χρήσεων γης, παρεµβαίνουν στη ρύθµιση της κυκλοφορίας και των αστικών µεταφορών και στην πολιτική στάθµευσης, µεριµνούν για την προστασία και ανάδειξη των χώρων πρασίνου, κλπ. Οι ευρωπαϊκές πόλεις αναµορφώνονται µέσω σειράς πολεοδοµικών αναπλάσεων υποβαθµισµένων περιοχών, όπου συµπεριλαµβάνονται πεζοδροµήσεις, κυκλοφοριακές ρυθµίσεις, ανακαίνιση υφιστάµενων κτιρίων, διαµόρφωση δηµόσιων χώρων, κλπ., που καθοδηγούνται από το στόχο της προστασίας του περιβάλλοντος, της εξυγίανσης και αναβάθµισης του αστικού περιβάλλοντος, της βελτίωσης της ποιότητας ζωής και της εξασφάλισης ενεργειακής και εν γένει περιβαλλοντικής απόδοσης.
Στον τοµέα της κατασκευής η επικρατούσα τάση είναι η «αειφόρος» δόµηση, δόµηση που ελαχιστοποιεί τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την κατασκευή και λειτουργία κάθε έργου σε όλο τον κύκλο ζωής. Πρόκειται για µια διαδικασία κατά την οποία όλοι οι εµπλεκόµενοι παράγοντες (ιδιοκτήτης οικοπέδου, χρηµατοδότης, µηχανικός, αρχιτέκτονας, κατασκευαστής, προµηθευτής υλικών, αρµόδια για την έκδοση αδειών αρχή) πρέπει να συνδυάζουν τις λειτουργικές, οικονοµικές, περιβαλλοντικές και ποιοτικές παραµέτρους για την ανέγερση και την ανακαίνιση κτιρίων και δοµηµένου περιβάλλοντος τα οποία να είναι ελκυστικά, ανθεκτικά, λειτουργικά, προσιτά και να προσφέρουν άνετες και υγιεινές συνθήκες διαβίωσης και χρήσης, προάγοντας την ευηµερία όλων όσοι κατοικούν σ' αυτά.
Η µέριµνα για εξοικονόµηση των φυσικών πόρων, όπως της ενέργειας και του νερού, για συγκέντρωση και διαλογή των απορριµµάτων, για την επιλογή φιλικών, στο περιβάλλον, οικοδοµικών υλικών - που ανακυκλώνονται, δεν εκπέµπουν επικίνδυνα ρυπογόνα αέρια, κλπ. – προτρέπει προς ένα σχεδιασµό που αναζητά τρόπους, ώστε να αξιοποιήσει τις κλιµατικές παραµέτρους και να συνθέσει ένα σύνολο του οποίου τα επί µέρους στοιχεία συνεργάζονται και αποδίδουν το βέλτιστο, προς όφελος της απόδοσης. ?στόσο, για να πετύχουµε άνετες συνθήκες διαβίωσης εξακολουθούµε να αναλώνουµε σήµερα µεγάλες ποσότητες ενέργειας για να ζεστάνουµε, να δροσίσουµε και να φωτίσουµε τους χώρους στους οποίους ζούµε, ιδιαίτερα όταν τα κτίρια δεν διαθέτουν µόνωση και έτσι είναι δύσκολο να ζεσταθούν ή όταν έχουν γυάλινες προσόψεις, που τα κάνουν αβίωτα το καλοκαίρι, ακόµη και αν διαθέτουν ισχυρά κλιµατιστικά. Και δυστυχώς αυτό συµβαίνει σε µια εποχή που γνωρίζουµε καλά τις συνέπειες της µεγάλης κατανάλωσης ενέργειας στη δηµιουργία του φαινοµένου του θερµοκηπίου που έχει οδηγήσει στην εντεινόµενη κλιµατική αλλαγή. Τα κτίριά µας πρέπει να µας προσφέρουν θαλπωρή χωρίς σπατάλη ενέργειας και χρηµάτων και αυτό είναι απολύτως δυνατό εφόσον ανακαλύπταµε ξανά και εφαρµόζαµε ορισµένες παµπάλαιες αρχές που έχουν σήµερα ξεχαστεί: Η κυριότερη είναι ότι τα κτίρια δεν είναι ανεξάρτητα από το κλίµα της περιοχής τους αλλά πρέπει να προσαρµόζονται σε αυτό και να το αξιοποιούν έξυπνα ώστε να ελαχιστοποιούνται οι ενεργειακές τους ανάγκες. Άλλωστε, µακροπρόθεσµα, δεν έχουµε άλλη επιλογή. Περιβαλλοντικοί και οικονοµικοί λόγοι µας αναγκάζουν να αλλάξουµε ριζικά τον τρόπο που κτίζουµε τις πόλεις µας και τα κτίρια που κατοικούµε και εργαζόµαστε.
Η εποχή µας επιβάλλει, µε επιτακτικό τρόπο, µια συνολική αναβάθµιση του κτιστού περιβάλλοντος και, εν γένει, των οικισµών µας και αρχίσαµε να συνειδητοποιούµε όλοι και ιδιαίτερα οι αρχιτέκτονες, ότι οφείλουµε να «δούµε» τις πόλεις και τα κτίριά µας διαφορετικά και να τα σχεδιάζουµε πλέον µε «ορθό», άρα «λογικό» τρόπο, µε µεράκι, φροντίδα και ενδιαφέρον.
Το όραµα της πόλης του αύριο είναι ένα θετικό όραµα που κατευθύνεται από τη συλλογική αντίδραση των κοινωνικών οµάδων ενάντια στις λανθασµένες επιλογές του παρελθόντος και από την ελεύθερη έκφραση των επιθυµιών και προσδοκιών ατόµων και κοινωνικών οµάδων για βελτίωση της ποιότητας ζωής στις πόλεις. Τα κτίρια του αύριο είναι τα υγιή κτίρια, τα ελκυστικά που θα προσφέρουν υψηλή ποιότητα, θαλπωρή και άνετες συνθήκες διαβίωσης όλο το χρόνο ενώ ταυτόχρονα θα είναι ενεργειακά και περιβαλλοντικά αποδοτικά ως προς τους πόρους, ειδικότερα την ενέργεια, τα υλικά και το νερό διευκολύνοντας τη χρήση ανανεώσιµων πηγών ενέργειας και απαιτώντας ελάχιστη εξωτερική ενέργεια για να λειτουργήσουν. Ο σχεδιασµός των πόλεων και των κτιρίων µας θα υπακούει στους φυσικούς νόµους και στην «οικονοµία της φύσης», θα σέβεται την πολιτιστική κληρονοµιά και θα χρησιµοποιεί µε σύνεση τους φυσικούς πόρους.
Στο πλαίσιο αυτό θεσπίζονται αυστηρότερες απαιτήσεις για το σχεδιασµό στον τοµέα της κατασκευής πάσης φύσεως τεχνικών και κτιριακών έργων, συσκευών και εν γένει προϊόντων, καθώς και συγκεκριµένες κατευθύνσεις για τον πολεοδοµικό σχεδιασµό, που έχουν αποκλειστικό σκοπό την ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων που προκαλούν στο περιβάλλον, σε όλο τον κύκλο ζωής τους. Πάντα όµως υπάρχει ένα πρώτο βήµα που πρέπει να γίνει. Και το βήµα αυτό είναι η ριζική αναστροφή στον τρόπο που σκεπτόµαστε. Αυτό προϋποθέτει τη λήψη δραστικών µέτρων, στη βάση µιας άλλης ιεράρχησης προτεραιοτήτων και ενός νέου συστήµατος αξιών, που επανατοποθετεί ένα βιώσιµο πλαίσιο πολεοδοµικού και αρχιτεκτονικού σχεδιασµού και συστήµατος κατασκευής.
Προς µια αειφόρο αστική ανάπτυξη
Το σύνολο των πολιτικών και δράσεων που ακολουθούνται σε πλανητικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, στοχεύουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής, µε έµφαση τη βελτίωση της ενεργειακής-περιβαλλοντικής απόδοσης των πόλεων και οικισµών, στη βάση µιας νέας αντίληψης για την πολεοδοµία και την αρχιτεκτονική, που φωτίζονται από την οικολογική σκέψη και πρακτική. Κυριαρχεί ένα ευνοούµενο όραµα οικισµών υψηλής πυκνότητας και µικτής χρήσης γης, µε επαναχρησιµοποίηση εγκαταλελειµµένων εκτάσεων και κενών ιδιοκτησιών και προγραµµατισµένη επέκταση αστικών περιοχών αντί της εξάπλωσής τους και οικισµών και κτιρίων υψηλής ενεργειακής απόδοσης.
Αυτό το όραµα αποτέλεσε τη βάση της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για «Ένα Αειφόρο Αστικό Περιβάλλον», που αρχίζει να εφαρµόζεται στις µεγαλουπόλεις και πόλεις της Ευρώπης, προκειµένου να αντιµετωπιστούν οι πρωτόγνωρες ενεργειακές προκλήσεις που προκύπτουν από την κλιµατική αλλαγή, την αυξηµένη εξάρτηση του ενεργειακού εφοδιασµού από τις εισαγωγές και τις ανησυχίες για τις προµήθειες ορυκτών καυσίµων παγκοσµίως. Εισάγει νέα δεδοµένα στο σχεδιασµό του αστικού χώρου και των κτιρίων, που αποσκοπούν στην ελαχιστοποίηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τον τρόπο ανάπτυξης των πόλεων και µεγαλουπόλεων της Ευρώπης.
Βασικό εργαλείο αποτελούν οι νέες πρακτικές αειφόρου σχεδιασµού που προστατεύουν την ταυτότητα της πόλης, την πολιτιστική της κληρονοµιά, τον ιστορικό οδικό ιστό της, τους χώρους πρασίνου, την βιοποικιλότητά της, τη βιωσιµότητα του δοµηµένου περιβάλλοντος και συµβάλουν στον περιορισµό της αστικής εξάπλωσης εστιάζοντας την προσοχή σε επεµβάσεις σε υποβαθµισµένες περιοχές και κενές ιδιοκτησίες, που αποκτούν ξανά παραγωγική χρήση, ενώ οι µεγάλες περιοχές κατοικιών έξω από τις πόλεις, όπου δεν υπάρχουν βασικές υπηρεσίες, µετατρέπονται σταδιακά σε αειφόρες κοινότητες.
Ο σχεδιασµός του αστικού χώρου λαµβάνει πλέον υπόψη τους δυναµικούς δεσµούς του µε τις οικονοµικές και κοινωνικές πτυχές και τη συµβολή του περιβάλλοντος στην αειφόρο ανάπτυξη των αστικών περιοχών, ακολουθώντας την ολοκληρωµένη προσέγγιση των οικοσυστηµάτων, καθώς και τον ευρύτερο περιφερειακό και εθνικό χώρο, στη βάση µιας ενεργούς και ολοκληρωµένης διαχείρισης των περιβαλλοντικών θεµάτων ως το µόνο τρόπο για να επιτευχθεί ένα υγιές αστικό περιβάλλον υψηλής ποιότητας. Οι βασικοί τοµείς παρέµβασης είναι: (α) το σύστηµα αστικών µεταφορών µε τη δηµιουργία ενός περιβαλλοντικά αποδοτικότερου συστήµατος, που θα εγγυάται την «αειφόρο κινητικότητα» και (β) η ποιότητα του δοµηµένου περιβάλλοντος, που έχει ισχυρή επίδραση στην ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος, µε τη βελτίωση της περιβαλλοντικής και ενεργειακής απόδοσης.
Ο αειφόρος πολεοδοµικός σχεδιασµός απαιτεί διαδικασία όπου εµπλέκονται πολλοί παράγοντες (εθνικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές, πολίτες, οργανώσεις κοινοτήτων, µη κυβερνητικοί οργανισµοί, πανεπιστηµιακοί και επιχειρήσεις) που οφείλουν να συνεργαστούν για να ενσωµατώσουν τις λειτουργικές, περιβαλλοντικές και ποιοτικές παραµέτρους στη µελέτη και στο σχεδιασµό ενός δοµηµένου περιβάλλοντος µε αποκλειστικό σκοπό τη διαµόρφωση οικισµών που θα εγγυώνται υγεία, ασφάλεια, ισονοµία, βιωσιµότητα που θα διαθέτουν υψηλής ποιότητας χώρους διαβίωσης και εργασίας για τους ανθρώπους που θα καλλιεργούν έντονο αίσθηµα κοινότητας, υπερηφάνειας, κοινωνικής δικαιοσύνης, ένταξης και ταυτότητας.
Η θεµατική Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αειφόρο ανάπτυξη του αστικού χώρου υποστηρίζει µια δυναµική, ισόρροπη και δίκαιη οικονοµία, χωρίς αποκλεισµούς, η οποία να προάγει την ανανέωση των αστικών περιοχών και κατευθύνει προς ένα σχεδιασµό που µεταχειρίζεται το έδαφος µε τον αποδοτικότερο δυνατό τρόπο, ως πολύτιµο πόρο (επαναχρησιµοποίηση γαιών και κενών ιδιοκτησιών αντί αναζήτησης νέων εκτάσεων εκτός του αστικού χώρου, αποφυγή αστικής εξάπλωσης) και λαµβάνει υπόψη του τη σχέση µεταξύ πόλης, ενδοχώρας και ευρύτερης περιφέρειας.
Ο πολεοδοµικός σχεδιασµός οφείλει πλέον να εξασφαλίζει ότι όλα τα νέα έργα θα είναι στρατηγικά χωροθετηµένα, θα µπορούν να εξυπηρετηθούν από τις δηµόσιες συγκοινωνίες και θα σέβονται το φυσικό περιβάλλον (βιοποικιλότητα, υγεία, περιβαλλοντικός κίνδυνος), ότι θα χαρακτηρίζεται από επαρκή πυκνότητα και ένταση δραστηριότητας και χρήσης, ώστε υπηρεσίες όπως οι δηµόσιες συγκοινωνίες να είναι βιώσιµες και αποδοτικές, ενώ ταυτόχρονα θα επιδιώκει την εξασφάλιση υψηλής ποιότητας περιβάλλοντος διαβίωσης (ιδιωτική ζωή, προσωπικός χώρος και ελαχιστοποίηση των δυσµενών επιδράσεων, π.χ. θόρυβος).
Παράλληλα οφείλει να προάγει τη µικτή χρήση γης για την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των πλεονεκτηµάτων της εγγύτητας, ώστε να ελαχιστοποιείται η ανάγκη µετακινήσεων µεταξύ κατοικίας, καταστηµάτων και τόπου εργασίας, να διαθέτει χώρους πρασίνου για βελτιστοποίηση της οικολογικής ποιότητας της αστικής περιοχής (βιοποικιλότητα, µικροκλίµα και ποιότητα του ατµοσφαιρικού αέρα) και υψηλής ποιότητας και καλά σχεδιασµένη υποδοµή (υπηρεσίες δηµοσίων συγκοινωνιών, οδοί, διαδροµές και ποδηλατόδροµοι), ώστε να προάγει την ευχέρεια πρόσβασης, ιδιαίτερα για τις µειονεκτούσες κοινότητες και να υποστηρίζει ένα υψηλό επίπεδο κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονοµικής δραστηριότητας.
Ο πολεοδοµικός σχεδιασµός θα πρέπει να εφαρµόζει υπερσύγχρονες προσεγγίσεις όσον αφορά την εξοικονόµηση πόρων, όπως η κατοικία χαµηλής ενεργειακής κατανάλωσης, οι µεταφορές χαµηλής κατανάλωσης καυσίµων, η τηλεθέρµανση και τα συστήµατα ανακύκλωσης και να σέβεται και ενισχύει τις υφιστάµενες πολιτιστική κληρονοµιά και κοινότητες.
Στο πλαίσιο αυτό τα κράτη µέλη οφείλουν να θεσπίσουν κίνητρα που θα ενθαρρύνουν τον αειφόρο πολεοδοµικό σχεδιασµό, παραδείγµατος χάριν αποθαρρύνοντας την αξιοποίηση παρθένων εκτάσεων και να υιοθετήσουν στρατηγικές και πολιτικές για τις αστικές περιοχές που θα συνδέονται µε τις περιφερειακές και εθνικές στρατηγικές, ώστε να εξασφαλιστεί η συνοχή τους και αποφευχθεί η υπονόµευση των τοπικών πρωτοβουλιών.
Προς την αειφόρο δόµηση: Ενεργειακή απόδοση κτιρίων
Ο τοµέας της κατασκευής πάσης φύσεως τεχνικών και κτιριακών έργων, βρίσκεται αντιµέτωπος µε νέες δεσµεύσεις και σειρά περιβαλλοντικών απαιτήσεων, µε αποκλειστικό σκοπό την ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων που προκαλούν στο περιβάλλον, µέσα από µέτρα ορθολογικής χρήσης και διαχείρισης φυσικών πόρων, όπως η ενέργεια και το νερό και την εξοικονόµηση πολύτιµων αγαθών σε ανεπάρκεια. Αυτό προϋποθέτει δραστικά µέτρα, στη βάση µιας νέας ιεράρχησης προτεραιοτήτων και συστήµατος αξιών, που επανατοποθετεί ένα βιώσιµο πλαίσιο πολεοδοµικού και αρχιτεκτονικού σχεδιασµού και συστήµατος κατασκευής.
Η αρχιτεκτονική και η εν γένει η οικοδοµική οφείλουν να ανταποκρίνονται στο εφεξής όχι µόνο σε λειτουργικές, τεχνικές, αισθητικές και κοινωνικές παραµέτρους, αλλά και στα κριτήρια εξασφάλισης αντοχής και ενεργειακής και περιβαλλοντικής απόδοσης, αξιοποιώντας τις αρετές της φύσης προς όφελος της υγείας των ανθρώπων και του περιβάλλοντος, µέσα από την ισόρροπη διάρθρωση των µελών του έργου, την οργάνωση ιεραρχηµένων σχέσεων και µεγεθών και την απόδοση µορφής. Η µέριµνα για εξοικονόµηση των φυσικών πόρων, όπως της ενέργειας και του νερού, για συγκέντρωση και διαλογή των απορριµµάτων, για την επιλογή φιλικών, στο περιβάλλον, οικοδοµικών υλικών - που ανακυκλώνονται, δεν εκπέµπουν επικίνδυνα ρυπογόνα αέρια, κλπ. – προτρέπει προς ένα σχεδιασµό που αναζητά τρόπους, ώστε να αξιοποιήσει τις κλιµατικές παραµέτρους και να συνθέσει ένα σύνολο του οποίου τα επί µέρους στοιχεία συνεργάζονται και αποδίδουν το βέλτιστο, προς όφελος της απόδοσης. Η αυξηµένη ενεργειακή απόδοση και η εξοικονόµηση ενέργειας ιδιαίτερα στον τοµέα των κτιρίων, συνιστούν τον ακρογωνιαίο λίθο της Ενεργειακής Πολιτικής της Ευρώπης στην προσπάθεια επίτευξης ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασµού, ανταγωνιστικότητας και αειφόρου ανάπτυξης και βασική παράµετρο για την υλοποίηση της δέσµης πολιτικών και µέτρων που έχουν υιοθετηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη συµµόρφωση µε το πρωτόκολλο του Κιότο και την καταπολέµηση της κλιµατικής αλλαγής, δεδοµένου ότι ο κτιριακός τοµέας ευθύνεται για το 40% της κατανάλωσης συνολικής ενέργειας και για την εκποµπή του 45% διοξειδίου του άνθρακα, που συµβάλλει στο φαινόµενο του θερµοκηπίου.
Η οδηγία 93/76/ΕΟΚ, για τον «περιορισµό των εκποµπών διοξειδίου του άνθρακα µέσω βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων», που ενσωµατώθηκε στο εθνικό µας δίκαιο µε την 21475/4707/98 κοινή υπουργική απόφαση (ΦΕΚ 880/Β/98), δεν έφερε τα αναµενόµενα αποτελέσµατα σε ευρωπαϊκό επίπεδο και υπάρχει ακόµη µεγάλο ανεκµετάλλευτο δυναµικό εξοικονόµησης ενέργειας.
Μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατέδειξαν ότι µόνο µε τη θερµοµόνωση των παλαιότερων κτιρίων στην Ευρώπη µπορούµε να µειώσουµε τις εκποµπές CO2 και το αντίστοιχο ενεργειακό κόστος κατά 42%.
Παράλληλα, διαπίστωσαν ότι ενώ υπάρχει η τεχνογνωσία δόµησης, σύµφωνα µε την αρχή της αειφορίας, τα περισσότερα νέα κτίρια δεν κατασκευάζονται µε αυτές τις δοκιµασµένες τεχνικές. ?στόσο, ακόµη και εάν συνέβαινε αυτό, ο ρυθµός αντικατάστασης των υπαρχόντων κτιρίων (0,5 έως 2% ετησίως) είναι τόσο αργός, ώστε να χρειάζεται πολύς χρόνος για να γίνει πραγµατικά αισθητός ο αντίκτυπος των νέων κτιρίων.
Έτσι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προώθησε – στη συνέχεια – την έκδοση νέας Οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων, της οδηγίας 91/2002/ΕΚ, µε ηµεροµηνία εφαρµογής τις 4 Ιανουαρίου του 2006, µε σκοπό την επίτευξη καλύτερων επιδόσεων µέσα από έναν νέο τρόπο µελέτης και κατασκευής των κτιρίων, µε εστίαση στην ανακαίνιση αυτών που µπορεί να επιφέρει σηµαντικές βελτιώσεις στις περιβαλλοντικές και οικονοµικές επιδόσεις των πόλεων και στην ποιότητα ζωής των κατοίκων τους, η οποία απετέλεσε σηµαντικό βήµα προς την περιβαλλοντική (οικολογική) απόδοση. Ειδικότερα η σχετική οδηγία απαιτεί να πληρούνται ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης για την κατασκευή όλων των νέων κτιρίων, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που προσφέρει η βιοκλιµατική αρχιτεκτονική, που θα καθορίσει κάθε κράτος µέλος στη βάση κοινής µεθοδολογίας, και να βελτιώνεται η ενεργειακή απόδοση των άνω των 1.000 τ.µ. υφιστάµενων κτιρίων, όταν θα υποβάλλονται σε µεγάλης έκτασης ανακαίνιση, ενώ θα εκδίδεται πιστοποιητικό ενεργειακών επιδόσεων.
Η εστίαση στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων µέσω της ανακαίνισης, παρά το γεγονός ότι αποτελεί µια πιο σύνθετη διαδικασία από την εκ νέου κατασκευή, βασίζεται στο γεγονός ότι η ανακαίνιση παρουσιάζει αρκετά περιβαλλοντικά πλεονεκτήµατα σε σύγκριση µε την κατεδάφιση και την εκ νέου κατασκευή, διότι διατηρούνται παραδείγµατος χάριν η ενέργεια και τα υλικά που χρησιµοποιήθηκαν. Επιπλέον, η αναστήλωση και η ανάπλαση ιστορικών κτιρίων και χώρων συντελεί στο αίσθηµα υπερηφάνειας και κληρονοµιάς στις τοπικές κοινότητες.
Αξίζει να σηµειωθεί ότι ήδη αναπτύσσεται, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κοινή µεθοδολογία για την αξιολόγηση της συνολικής αειφόρου απόδοσης των κτιρίων και της κατασκευής τους, συµπεριλαµβανοµένου του κόστους τού κύκλου ζωής τους, η οποία θα εφαρµόζεται και στις µελέτες νέων κτιρίων και στις µεγάλες ανακαινίσεις έργων, έτσι ώστε να τονωθεί η ενσωµάτωση των αειφόρων τεχνικών στο στάδιο της µελέτης. Η κοινή µεθοδολογία, οι αξιολογήσεις και το κόστος του κύκλου ζωής που θα προκύψουν θα χρησιµεύσουν στην προώθηση της βέλτιστης πρακτικής σε συνδυασµό µε την παροχή συγκεκριµένων κινήτρων. Σύµφωνα µε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το υψηλότερο επίπεδο αειφορίας θα µπορούσε ενδεχοµένως να οδηγήσει σε χαµηλότερους φόρους και ενδεχοµένως την προσφορά ευνοϊκότερων όρων εκ µέρους των ασφαλιστικών εταιρειών και των πιστωτικών οργανισµών. Τα κτίρια θα είναι πιο ενδιαφέροντα σε αγοραστές και χρηµατοδοτικούς οργανισµούς, εφόσον αποδειχθεί ότι έχουν χαµηλότερο κόστος κύκλου ζωής.
Οι αποφάσεις που θα λαµβάνονται στο στάδιο αυτό είναι καθοριστικές για το κόστος του κύκλου ζωής, την ενεργειακή κατανάλωση, την ποιότητα του αέρα εσωτερικών χώρων και τη δυνατότητα ανακύκλωσης και επαναχρησιµοποίησης των αποβλήτων κατεδάφισης. Όταν καθιερωθεί πλέον η κατάλληλη µεθοδολογία, η Επιτροπή θα προτείνει για τη συµπλήρωση της οδηγίας 2002/91 και άλλες απαιτήσεις για την περιβαλλοντική απόδοση που δεν θα σχετίζονται µε την ενέργεια, όπως ποιότητα αέρα εσωτερικών χώρων, δυνατότητα πρόσβασης, στάθµες θορύβου, άνεση, περιβαλλοντική ποιότητα υλικών, κόστους κύκλου ζωής κτιρίου, καθώς και ικανότητα κτιρίου να ανθίσταται σε περιβαλλοντικούς κινδύνους, όπως πληµµύρες, καταιγίδες, σεισµοί, αναλόγως της τοποθεσίας του.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση συµφώνησε σε ένα «Σχέδιο δράσης για την ενεργειακή απόδοση: Αξιοποίηση του δυναµικού», στη βάση σχετικής Ανακοίνωσης της Επιτροπής, της 19ης Οκτωβρίου 2006, οι κατευθύνσεις του οποίου θα πρέπει να εφαρµοστούν από τα κράτη µέλη κατά την επόµενη εξαετία. Με το εν λόγω σχέδιο επιδιώκεται να κινητοποιηθεί το ευρύ κοινό, οι ιθύνοντες χάραξης πολιτικής και οι παράγοντες της αγοράς και να µετασχηµατισθεί η εσωτερική αγορά ενέργειας κατά τρόπο που να προσφέρει στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποδοµές (συµπεριλαµβανοµένων των κτιρίων), προϊόντα (µεταξύ άλλων συσκευές και αυτοκίνητα), διεργασίες και ενεργειακές υπηρεσίες µε τον υψηλότερο, παγκοσµίως, ενεργειακό βαθµό απόδοσης. Επιδιώκεται επίσης ο έλεγχος και η µείωση της ενεργειακής ζήτησης καθώς και η στοχοθετηµένη δράση όσον αφορά την κατανάλωση και τον εφοδιασµό, προκειµένου να εξοικονοµηθεί το 20% της ετήσιας κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας έως το 2020 (σε σχέση µε τις προβολές για την ενεργειακή κατανάλωση για το 2020). Ο στόχος αντιστοιχεί µε ετήσια εξοικονόµηση 1,5% περίπου έως το 2020.
Η ουσιαστική και βιώσιµη εξοικονόµηση ενέργειας συνεπάγεται ανάπτυξη τεχνικών, προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής ενεργειακής απόδοσης και µεταβολή της συµπεριφοράς, ώστε να µειωθεί η κατανάλωση ενέργειας και να διατηρηθεί, παράλληλα, η ίδια ποιότητα ζωής. Στο σχέδιο προτείνεται σειρά βραχυπρόθεσµων και µεσοπρόθεσµων µέτρων για την υλοποίηση του στόχου αυτού.
Σηµαντικό – υποβοηθητικό – ρόλο θα παίξει η εφαρµογή της Οδηγίας 2006/32 που αφορά στην προώθηση της ενεργειακής απόδοσης της τελικής χρήσης και την παροχή υπηρεσιών στον τοµέα της ενέργειας, που θα υποστηρίξει την ευρεία ανάπτυξη της ενεργειακής απόδοσης, καθώς οι φορείς παροχής στον τοµέα της ενέργειας δεν θα πωλούν απλώς ενέργεια, αλλά θα βοηθούν τους πελάτες τους να βελτιώσουν την ενεργειακή τους απόδοση και τη διαχείριση των ενεργειακών τους αναγκών. Μακροπρόθεσµα, η οδηγία θα αλλάξει ριζικά τον τρόπο διάθεσης της ενέργειας στην αγορά, οδηγώντας σε µεγάλη εξοικονόµηση ενέργειας.
Έχει κατανοηθεί ότι προκειµένου να επιτευχθούν οι στόχοι της Οδηγίας 91/2002/ΕΚ απαιτείται ουσιαστική ενεργοποίηση του κάθε κράτους µέλους της ΕΕ στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του επενδυτικού ενδιαφέροντος των κατασκευαστών και αγοραστών προς ενεργειακά αποδοτικές λύσεις αίροντας λανθασµένες αντιλήψεις, που συχνά οφείλονται στην έλλειψη ενηµέρωσης, σχετικά µε το κόστος ανάλογων επεµβάσεων και τις δυνατότητες, την αξιοπιστία και την απόδοση των νέων τεχνολογιών (µακροχρόνια οφέλη, όπως µικρότερη συντήρηση, χαµηλότερο κόστος λειτουργίας, βιωσιµότητα, υψηλότερη τιµή µεταπώλησης, το γεγονός ότι η κατά µέσο όρο λειτουργία ενός κτιρίου κατά τη διάρκεια ζωής του κοστίζει έως 10 φορές περισσότερο από την κατασκευή του, κλπ.) οφέλη που δεν είναι ορατά από την αρχή ή στην πρώτη αγορά.
Ενσωµάτωση αρχών βιοκλιµατικής αρχιτεκτονικής
Ωστόσο, ακόµη πρυτανεύει η αµηχανία που οφείλεται στην άγνοια των δυνατοτήτων που υπάρχουν στην εποχή µας και ειδικότερα αυτών που παρέχει ο οικολογικός ή «βιοκλιµατικός», όπως αλλιώς ονοµάζεται, σχεδιασµός των κτιρίων, οι καινοτόµες καθαρές δοµικές και άλλες τεχνολογίες και τα φιλικά προς το περιβάλλον δοµικά υλικά.
Ο βιοκλιµατικός σχεδιασµός δεν είναι προνόµιο µιας “ελίτ”, αλλά µπορεί να εφαρµοσθεί σε οποιαδήποτε κατασκευή, όπως έχει αποδείξει η µέχρι σήµερα εµπειρία σε µεγάλο αριθµό κτιρίων και κτιριακών µονάδων και δεν στοιχίζει αναγκαστικά παραπάνω. Και αν ακόµη υπάρχει κάποια αύξηση του κόστους κατασκευής, αυτή δεν υπερβαίνει το 10% του συνολικού κόστους. Αυτή η αύξηση µπορεί να οφείλεται στην τοποθέτηση µονώσεων αυξηµένου πάχους ή της τοποθέτησης συστηµάτων και τεχνικών εξοικονόµησης ενέργειας και ανανεώσιµων πηγών ενέργειας. Αποσβένεται όµως µε την περιορισµένη χρήση συµβατικής θέρµανσης. Ο κάθε ιδιώτης, προκειµένου να επιλέξει τη λύση του βιοκλιµατικού σχεδιασµού, θα πρέπει να είναι συνειδητά ευαίσθητος στα θέµατα οικολογίας και να γνωρίζει ότι µπορεί να έχει πιο ευχάριστο και υγιεινό περιβάλλον, εξοικονόµηση ενέργειας µέχρι και 50% και κόστους, κατάλληλες θερµικές συνθήκες όλο τον χρόνο, δηλαδή να κατανοήσει ότι µπορεί να έχει άριστο αποτέλεσµα χωρίς “στερήσεις” χρησιµοποιώντας απλά µέσα. Με την εξοικονόµηση ενέργειας που παρέχεται από τον ίδιο τον ορθό – βιοκλιµατικό – σχεδιασµό το αρχικό κόστος µπορεί να µην αυξηθεί ή να αυξηθεί ελάχιστα, εάν χρησιµοποιηθούν ορισµένα συστήµατα ή έως 10% του συνολικού κόστους και αποσβένεται σε λίγα χρόνια. Μια τεχνοοικονοµική µελέτη, που συνήθως πρέπει να ακολουθεί την βιοκλιµατική πρόταση, µπορεί να αποδείξει τη χρησιµότητα της συγκεκριµένης πρότασης για ένα κτίριο.
Από τη δεκαετία του ’80 που άρχισε στον Ελληνικό χώρο να υπάρχει το πρώτο ενδιαφέρον από τους τότε αρχιτέκτονες και να έχουµε πολλές εφαρµογές βιοκλιµατικού σχεδιασµού σήµερα όλο και περισσότεροι ενδιαφέρονται για την εφαρµογή βιοκλιµατικών αρχών στην µελέτη κτιρίων. Αυτό οφείλεται στη γενικότερη ευαισθητοποίηση για το βιοκλιµατικό σχεδιασµό βλέποντας και µαθαίνοντας τα θετικά αποτελέσµατα από τα ήδη κατασκευασµένα υπάρχοντα βιοκλιµατικά κτίρια τόσο στον Ελληνικό όσο και διεθνή χώρο, στον αυξηµένο αριθµό σπουδαστών που κάνουν µεταπτυχιακές σπουδές στον τοµέα αυτό και στις βασικές σπουδές στα Πανεπιστήµια της χώρας.
Εργαλεία ενίσχυσης της αγοράς
Ο τοµέας της εξοικονόµησης ενέργειας και η στροφή σε ανανεώσιµες πηγές ενέργειας όχι µόνο θα συµβάλλει στην καταπολέµηση της κλιµατικής αλλαγής και σε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, αλλά θα επιφέρει και πολλαπλά οικονοµικά και κοινωνικά οφέλη. Παράλληλα, η µεγαλύτερη ευµάρεια θα προσφέρει στον άνθρωπο περισσότερο ελεύθερο χρόνο για να απολαµβάνει και να φροντίζει το περιβάλλον του. Οι δυνάµεις της αγοράς παράγουν, στην πορεία του χρόνου, το πλέον αποδοτικό αποτέλεσµα χωρίς ύπαρξη παρέµβασης.
?στόσο, µε δεδοµένα τα τεχνικά χαρακτηριστικά των ενεργειακών αγορών, φαίνεται ότι υπάρχει ανάγκη προώθησης και πλαισίωσης των αλλαγών που επιφέρει η αγορά µε την ταχύτερη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και συνεπώς µείωση της ζήτησης ενέργειας. Οι δυνάµεις της αγοράς θα συνεχίσουν επίσης να είναι απαραίτητες στην αντιστοίχηση της ζήτησης µε την προσφορά.
Προς τούτο καταβάλλεται προσπάθεια για την άρση υφιστάµενων θεσµικών και χρηµατοοικονοµικών εµποδίων στην ορθή αντίδραση της αγοράς και τη δηµιουργία νέων κατάλληλων µέσων, όπως η αύξηση της διείσδυσης των καινοτόµων καθαρών τεχνολογιών σε κάθε επίπεδο.
Παράλληλα έχουν δηµιουργηθεί προγράµµατα υποστήριξης και χρηµατοδοτικά µέσα που βοηθούν τη βιοµηχανία και τα ερευνητικά ιδρύµατα να χρησιµοποιήσουν καθαρές τεχνολογίες µε στόχο την αύξηση της ζήτησης στην αγορά αυτών των προϊόντων και των καθαρών τεχνολογιών και τη δηµιουργία νέων θέσεων εργασίας, περισσότερη οικονοµική ευµάρεια και προστασία του περιβάλλοντος.
Τα µέτρα που θεσπίστηκαν στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράµµατος για την κλιµατική αλλαγή για τους κλάδους της ενέργειας, των µεταφορών, της γεωργίας, της βιοµηχανίας και του κτιριακού τοµέα, θα έχει σηµαντικές επιπτώσεις και στην αγορά. Στον τοµέα της ενέργειας, που είναι η σηµαντικότερη πηγή εκποµπών για πολλές χώρες, όλα τα µέτρα έχουν στόχο την σαφή στροφή προς τα χαµηλά - ή χωρίς άνθρακα καύσιµα, την µεταρρύθµιση των κανόνων της αγοράς, που θα κεντρίσει τον ανταγωνισµό και θα την απαλλάξει από τις επιχορηγήσεις του άνθρακα.
Η φορολογική πολιτική θα αποτελέσει σηµαντικό τρόπο ενθάρρυνσης των αλλαγών στη συµπεριφορά και στη χρήση νέων προϊόντων που χρησιµοποιούν λιγότερη ενέργεια. Η κρατική ενίσχυση και τα φορολογικά µέτρα αποτελούν δυο βασικά εργαλεία που θα πρέπει να χρησιµοποιηθούν υπέρ της ενεργειακής απόδοσης.
Το ίδιο θα ισχύσει µε το «εξωτερικό κόστος» και τη διαφάνεια των τιµών, που θα κατευθύνουν τους καταναλωτές σε µοντέλα κατανάλωσης που θα παρέχουν οικονοµικότερη και ορθολογική χρήση ενέργειας.
Σε όλα αυτά θα συµβάλλουν οι ενηµερωτικές εκστρατείες των πολιτών, των βιοµηχανικών πελατών και των εµπειρογνωµόνων ενεργειακής απόδοσης και παροχής υπηρεσιών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ενεργεί πλέον µε βάση την αρχή σύµφωνα µε την οποία ο άνθρωπος πρέπει να λειτουργεί σε συνέργια µε το περιβάλλον του προς αµοιβαίο όφελος. Στη βάση αυτή έχει δοθεί σαφής κατεύθυνση προς την περικοπή των επιζήµιων για το περιβάλλον επιδοτήσεων, η οποία αναµένεται ότι θα ωφελήσει όχι µόνο το περιβάλλον, αλλά και την οικονοµία, καθότι θα λειτουργήσει ως το πλέον σηµαντικό κίνητρο για την εφαρµογή των µέτρων ενεργειακής απόδοσης στα κτίρια. Κατά την παρούσα φάση έχει αναπτυχθεί µεγάλος προβληµατισµός στην ευρωπαϊκή κοινότητα για την ενίσχυση της εφαρµογής των µέτρων ενεργειακής απόδοσης στον κτιριακό τοµέα, από όπου θα προκύψουν ακόµη µεγαλύτερα οφέλη και αναζητούνται λύσεις για την ενίσχυση του ρόλου των δηµόσιων αρχών, των εταιρειών παροχής υπηρεσιών ενέργειας και πολλές προτάσεις αναφέρονται στην Πράσινη Βίβλο για την ενεργειακή απόδοση, που εξέδωσε πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ήδη το 7ο πρόγραµµα-πλαίσιο έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης προτείνει συγκεκριµένα µέτρα για την ενέργεια, καθώς και την επέκταση του προγράµµατος «Ευφυής ενέργεια-Ευρώπη» για τη χρονική περίοδο 2007-2013 και µε αυξηµένο προϋπολογισµό.
Οι επιπτώσεις στον κατασκευαστικό τοµέα και στην κτηµαταγορά Όπως αναφέρεται και στην Πράσινη Βίβλο της Κοινότητας «το κλειδί για την προώθηση της ενεργειακής απόδοσης είναι να δοθούν στα κράτη µέλη, στις περιφέρειες, στους πολίτες και τον κλάδο τα απαραίτητα κίνητρα και εργαλεία ώστε να προχωρήσουν στις απαιτούµενες δράσεις και επενδύσεις για την επίτευξη εξοικονόµησης ενέργειας µε θετικό λόγο κόστους-οφέλους».
Η παροχή κινήτρων, παράλληλα µε τις πολιτικές ενίσχυσης που προωθούνται συνολικά, µεταξύ των οποίων και το «πρασίνισµα» των δηµόσιων συµβάσεων θα συµβάλλουν καθοριστικά στην επίτευξη της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων και των πόλεων. Ειδικότερα, µε την εφαρµογή, αργότερα, των «πράσινων» δηµόσιων συµβάσεων, που θα επηρρεάσουν άµεσα την ευρωπαϊκή δηµόσια αγορά, µε την συµπερίληψη περιβαλλοντικών κριτηρίων, εξασφαλίζοντας την προµήθεια πιο αποδοτικών, περιβαλλοντικά, προϊόντων και τεχνολογιών τα οφέλη θα είναι πολλαπλά στο σύνολο του κατασκευαστικού κλάδου.
Για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και ιδιαίτερα των κτιρίων υπάρχουν σήµερα διαθέσοµες πολλές καινοτόµες τεχνολογίες, οι οποίες θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους και θα έχουν αντίκτυπο στην αναθέρµανση της οικοδοµικής δραστηριότητας, στη δηµιουργία νέων θέσεων εργασίας, αλλά και στην ποιότητα της κατασκευής.
Λαµβάνοντας υπόψη ότι όλα συγκλίνουν στην ενθάρρυνση της εφαρµογής µέτρων ενεργειακής απόδοσης στον κτιριακό τοµέα, εκτιµάται ότι τα αποτελέσµατα θα είναι άµεσα και πολλαπλά και θα αγγίξουν, την επόµενη δεκαετία, όλους τους τοµείς, οικονοµία, κοινωνία, περιβάλλον.
Η εφαρµογή της οδηγίας 2002/91/ΕΚ θα ενισχύσει καθοριστικά τον τοµέα της απασχόλησης: Τα κέρδη στην οικονοµική απόδοση, κατά συντηρητική εκτίµηση, ανέρχονται σε περισσότερα από 70 εκατοµµύρια ΤΙΠ. Ο τοµέας αυτός θα µπορούσε, από µόνος του, να δηµιουργήσει τουλάχιστον 250.000 θέσεις πλήρους απασχόλησης σε προσωπικό µε υψηλά προσόντα, γενικά στον τοµέα των κατασκευών. Η απασχόληση θα δηµιουργηθεί ως επί το πλείστον σε τοπικό επίπεδο, όπου θα γίνονται οι αλλαγές στα κτίρια.
Ο κλάδος που θα ωφεληθεί περισσότερο από την εφαρµογή µέτρων ενεργειακής απόδοσης στα κτίρια είναι ο κατασκευαστικός κλάδος. Είναι προφανές ότι θα υπάρξει σοβαρή αναθέρµανση της οικοδοµικής δραστηριότητας, η οποία θα κατευθυνθεί περισσότερο σε ανακαινίσεις µεγάλων κτιριακών συγκροτηµάτων και οικιστικών συνόλων, µε εφαρµογή µέτρων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης. Ο τοµέας αυτός διαθέτει πολύ µεγάλο δυναµικό αναβάθµισης και θα απασχολήσει ιδιαίτερα τον κατασκευαστικό κλάδο την επόµενη δεκαετία.
Παράλληλα, η εφαρµογή µέτρων ενεργειακής απόδοσης θα έχει άµεσα οφέλη στην αναβάθµιση του ρόλου των µηχανικών, αλλά κυρίως και των τεχνικών της οικοδοµής, µε θετικά αποτελέσµατα και στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των κατασκευαστικών υλικών και την αναβάθµιση της ποιότητα κατασκευής.
Είναι επίσης προφανές ότι θα υπάρξουν ιδιαίτερα θετικές επιπτώσεις στον κλάδο παραγωγής κατασκευαστικών – δοµικών προϊόντων, ο οποίος καλείται να προσαρµοστεί στις νέες περιβαλλοντικές απαιτήσεις ώστε τα κατασκευαστικά προϊόντα να σχεδιάζονται µε τρόπο, ώστε να ελαχιστοποιούν τις δυσµενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε όλο τον κύκλο ζωής τους. Τούτο θα έχει ως αποτέλεσµα τον εκσυγχρονισµό και αναβάθµιση πολλών παραγωγικών κλάδων, που εµπλέκονται στην κατασκευή, καθώς και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των τιµών των νέων – καθαρών – τεχνολογιών δόµησης.
Η απαίτηση για βιοκλιµατική κατασκευή κτιρίων, για εφαρµογή συστηµάτων και τεχνικών ενεργειακής απόδοσης, για χρήση Α.Π.Ε. και εν γένει για οικολογική δόµηση θα έχει άµεσο αντίκτυπο στο σύνολο της αγοράς δηµιουργώντας νέα δεδοµένα, στη βάση της εγγυηµένης ποιότητας και απόδοσης, που θα συµβάλλουν παράλληλα και στην ποιότητα της ζωής στα κτίρια που ζούµε και εργαζόµαστε και εν γένει στις πόλεις µας.