Τα Λέβιθα είναι ένα νησάκι 9.100 στρεμμάτων στη μέση του πελάγους, ανάμεσα στην Κάλυμνο και στην Αμοργό.
Τα Λέβιθα, μαζί με τη γειτονική τους Κίναρο και τις σκορπισμένες γύρω τους νησίδες είναι αυτό που οι βιολόγοι ονομάζουν «κέντρο βιοποικιλότητας», περιοχές πολύ σημαντικές για τα πουλιά, σχεδόν ανέγγιχτες από τον άνθρωπο.
Ένα νησάκι που δύσκολα κάποιος θα γνωρίζει, εκτός κι αν έτυχε να απολαύσει διακοπές στο Αιγαίο με πλωτό μέσο.
Εδώ και λίγους μήνες τα Λέβιθα έχουν γίνει η αφορμή μιας τοπικής «σύρραξης», όχι όμως λόγω της οικολογικής τους σημασίας.
Αφορμή είναι το επενδυτικό σχέδιο για τη δημιουργία αιολικού πάρκου σε 14 νησίδες των Δωδεκανήσων και των Κυκλάδων, το οποίο βρισκόταν σε δημόσια διαβούλευση έως τις αρχές Μαΐου.
Τα ζητήματα που προκαλούν τη σύγκρουση είναι δύο και αλληλοσχετιζόμενα: η «ιδιοκτησία» των Λεβίθων, για την οποία ερίζουν ο Δήμος Λέρου και η μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στην Πάτμο.
Και το αν τελικά τα Λέβιθα και η Κίναρος κατοικούνται και γιατί αυτό αμφισβητείται.
Η μελέτη
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Σύμφωνα με τη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, την οποία υπέβαλε η εταιρεία Κυκλαδικά Μελτέμια Α.Ε. προς έλεγχο και διαβούλευση στο υπουργείο Περιβάλλοντος, το έργο αφορά την ανάπτυξη τριών αιολικών πάρκων με 106 ανεμογεννήτριες σε 14 νησίδες των Δήμων Νισύρου, Λέρου, Αστυπάλαιας και Ανάφης.
Πρόκειται για τις νησίδες Κούνουποι, Οφιδούσσα, Σύρνα, Μεσονήσι, Πλακίδα, Μεγάλο Σοφράνο του Δήμου Αστυπάλαιας, Παχειά και Μακρά του Δήμου Ανάφης, Κίναρος, Λέβιθα, Λιάδι του Δήμου Λέρου και Περγούσσα, Κανδελιούσσα και Παχειά του Δήμου Νισύρου.
Από τα τρία αιολικά πάρκα θα παράγονται 486 MW, ενώ η σύνδεσή τους με το δίκτυο σχεδιάζεται να γίνει με την Κω και το Λαύριο, με 311 χλμ. υποβρύχιο καλώδιο.
Τα περισσότερα από τα έργα συγκεντρώνονται στα Λέβιθα: θα έχουν τις περισσότερες ανεμογεννήτριες (30), το 50% της νέας οδοποιίας όλου του έργου, σταθμό υψηλής τάσης και άλλα υποστηρικτικά κτίρια.
Να σημειωθεί ο κύριος του έργου εκφράζει την πρόθεσή του να εξετάσει την «προσφορά» των έτοιμων υποδομών στο κράτος, μετά τη λήξη της σύμβασης (κάτι που προφανώς είναι φθηνότερο από την κατεδάφισή τους και την απομάκρυνση των υλικών), εκτιμώντας ότι η κίνηση αυτή «στην ευαίσθητη αυτή περιοχή, δύναται να έχει ευεργετικές συνέπειες, τόσο στην εθνική άμυνα της χώρας και στην άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, όσο και στις ευκαιρίες ανάδειξής της ως διαμετακομιστικού κόμβου ηλεκτρικής ενέργειας».
Ενα από τα βασικά προβλήματα, όμως, που συνδέεται ευθέως με τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας δεν είναι το πού θα καταλήξουν τα κτίρια έπειτα από κάποια χρόνια, αλλά το ότι Λέβιθα και Κίναρος αντιμετωπίζονται από τη μελέτη ως ακατοίκητα.
Το ίδιο έχει συμβεί και με την απογραφή του 2011, παρότι η πολιτεία ενισχύει με πάρα πολλούς τρόπους τη συνέχιση της κατοίκησής τους από τις οικογένειες Καμπόσου και Κατσοτούρχη αντίστοιχα, στηρίζοντάς τους ως ακρίτες.
«Η οικογένειά μου ξεκίνησε να μένει στα Λέβιθα ήδη από τα 1820», λέει στην «Κ» ο Σταύρος Καμπόσος. «Ασχολούμαστε ακόμα με την αγροκτηνοτροφία και την αλιεία, το καλοκαίρι προσφέρουμε και φαγητό σε όποιον σταματήσει με κότερο.
Ζούμε μεταξύ Λεβίθων και Πάτμου, γιατί χρειάζονται συνεχώς άνθρωποι στο νησί, από ένας έως πέντε, ανάλογα με την εποχή».
«Μας εξαφάνισαν»
Τα προβλήματα της οικογένειας Καμπόσου ξεκίνησαν πριν από μερικά χρόνια. «Πρώτα μας «εξαφάνισαν» στην απογραφή, κι εμάς και το Ρηνιώ (σ.σ. Κατσοτούρχη στην Κίναρο).
Διαμαρτυρηθήκαμε, αλλά δεν έγινε τίποτα.
Αφού το νησί είναι ακατοίκητο, τότε για ποιον φέρνει νερό η υδροφόρα, για ποιον επιδοτεί το δρομολόγιο η Γενική Γραμματεία Αιγαίου, για ποιον έβαλε ο στρατός φωτοβολταϊκά;
Μετά ήρθε ο Δήμος Λέρου και λέει ότι είμαστε καταπατητές, μετακινούμενοι τσοπάνηδες και ζήτησε να φύγουμε.
Μετά ήρθε η μελέτη για το αιολικό πάρκο και θέλει να ισοπεδώσει το νησί».
Για την κατασκευή του πάρκου, η εταιρεία μίσθωσε τα Λέβιθα από τον Δήμο Λέρου. Εκεί ξεκίνησε η δεύτερη διαμάχη.
«Το νησί ανήκει στην ιδιοκτησία της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Θεολόγου, που έχει τίτλους από την εποχή της τουρκοκρατίας», υποστηρίζει ο πατέρας Βαρθολομαίος (μοναχός στη μονή).
«Η οικογένεια Καμπόσου κατέβαλλε από τον 19ο αιώνα μέχρι το 1970 μίσθωμα στη μονή και τώρα ο Δήμος Λέρου λέει ότι το νησί είναι ακατοίκητο».
Η μονή ζήτησε δικαστική προστασία, η υπόθεση εκδικάστηκε τον Σεπτέμβριο στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου και τώρα αναμένεται η απόφαση.
Ο Δήμος Λέρου υποστηρίζει ότι τα Λέβιθα είναι ξεκάθαρα στην ιδιοκτησία του. «Η μονή επικαλείται χρυσόβουλα.
Όμως, τα Λέβιθα έχουν εδώ και δεκαετίες παραχωρηθεί στον δήμο από το κράτος», υποστηρίζει ο επανεκλεγείς δήμαρχος Λέρου, Μιχάλης Κόλλιας.
«Ο δήμος μισθώνει τα Λέβιθα και το Λιάδι στην εταιρεία Κυκλαδικά Μελτέμια ήδη από το 2013, η οικογένεια Καμπόσου είναι παράνομα στο νησί.
Η λειτουργία του αιολικού πάρκου θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας και θα προσφέρει πολύτιμα έσοδα στον δήμο.
Όλα τα υπόλοιπα συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα».
«Μέρη σαν αυτά επηρεάζονται για πάντα»
Μέσα σε όλη αυτή τη διαμάχη, η περιβαλλοντική διάσταση του ζητήματος φωτίζεται.
Τα 12 από τα 14 αιολικά πάρκα βρίσκονται μέσα σε πέντε περιοχές Natura – κάτι που δεν απαγορεύεται εξ ορισμού, αλλά επιβάλλει επιπρόσθετη προσοχή (για τον λόγο αυτό εκπονήθηκε και μελέτη ειδικής οικολογικής αξιολόγησης).
Να σημειωθεί ότι το έργο είχε αρχικά αδειοδοτηθεί για την τοποθέτηση 138 ανεμογεννητριών σε 23 νησίδες, όμως σύμφωνα με τη μελέτη περιορίστηκε «προς αποφυγή πρόκλησης σημαντικών επιπτώσεων στο περιβάλλον».
Γενικά στη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έργου οι επιπτώσεις στο ανάγλυφο και στη μορφολογία του εδάφους κρίνονται «ασθενείς και μερικώς αντιμετωπίσιμες».
Ενώ «η μεγάλη κλίμακα του έργου επιβάλλεται όχι μόνο από τη βέλτιστη εκμετάλλευση του εξαιρετικά πλούσιου αιολικού δυναμικού του νοτιοανατολικού Αιγαίου, παραμέτρου με έντονα περιβαλλοντικό χαρακτήρα, αλλά και από την ανάγκη υψηλής αξιοποίησης των έργων ηλεκτρικής διασύνδεσης με το δίκτυο της ηπειρωτικής χώρας», αναφέρεται στη μελέτη.
«Κατά τη γνώμη μας, η μελέτη είναι ατελής ως προς το σκέλος των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Μάλιστα, ο φορέας διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών των Κυκλάδων την απέρριψε ομόφωνα», εκτιμά ο Γιώργος Σγουρός, διευθυντής της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας. «Πρόκειται για μεγάλης κλίμακας βιομηχανική εγκατάσταση.
Οι νησίδες, λόγω μεγέθους, δεν θα επανέλθουν ποτέ.
Μπορεί σε πολλούς ανθρώπους να φαίνονται άχρηστοι βράχοι στη μέση του πουθενά, είναι όμως πολύτιμες εστίες βιοποικιλότητας, στις οποίες βρίσκουν καταφύγιο απειλούμενα είδη και οι οποίες ήδη δέχονται μεγάλη πίεση από την υπερβόσκηση και τα τρωκτικά.
Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στις αποφάσεις μας, όταν αυτές θα επηρεάσουν μέρη όπως αυτά για πάντα».
Πάντως, το «δίλημμα» μεταξύ αιολικών πάρκων και προστασίας του περιβάλλοντος εμφανίζεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, συνήθως λόγω του μεγάλου μεγέθους των σχεδιαζόμενων επενδύσεων και της απουσίας ουσιαστικού διαλόγου με τις τοπικές κοινωνίες.
Τελευταία παραδείγματα τα Aγραφα και η Τήνος, στα οποία οι τοπικές αντιδράσεις παραμένουν σημαντικές.