Πόσο κοντά είμαστε σε μια πετρελαϊκή κρίση;
Η εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου και οι φόβοι για νέα ανάφλεξη στον Περσικό Κόλπο, καθώς οι ΗΠΑ δείχνουν ευθέως το Ιράν ως δράστη των επιθέσεων με drones στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας, οδήγησαν σε αρνητικό πρόσημο την έναρξη της εβδομάδας στα χρηματιστηριακά ταμπλό.
Οι επενδυτές μειώνουν το ρίσκο των χαρτοφυλακίων τους μειώνοντας την έκθεση σε μετοχές και αυξάνοντας εκ νέου την έκθεση στα κρατικά ομόλογα, στον χρυσό γιεν και ελβετικό φράγκο.
Η αλήθεια είναι ότι η επενδυτική κοινότητα δεν στέκεται μόνο στο γεγονός ότι η καταστροφή πετρελαϊκών υποδομών ιστορικής σημασίας μπορεί να δημιουργήσει καίριο χτύπημα στην προσφορά.
Άλλωστε η πορεία της διεθνούς τιμής του πετρελαίου θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από τον χρόνο αποκατάστασης της ζημιάς και από την πραγματική έκταση του πλήγματος που έχει δεχθεί η σαουδαραβική παραγωγή.
Η τελευταία παράμετρος έχει τη σημασία της, καθώς το Ριάντ έναντι να μην κλονισθεί η αξιοπιστία του σαν εξαγωγέας έχει λόγους τόσο να υποβαθμίσει επικοινωνιακά την κατάσταση, όσο και να την διογκώσει μιας και μια μίνι πετρελαϊκή κρίση θα διευκόλυνε την προγραμματισμένη δημόσια εγγραφή της Aramco.
Ως εκ τούτου, εν αναμονή των επίσημων ανακοινώσεων από τη Σαουδική Αραβία όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα της αποκατάστασης των ζημιών, θα ήταν αν μη τι άλλο εξαιρετικά πρόωρο να μιλήσουμε μεσοπρόθεσμα για έλλειμα στην προσφορά, πόσο μάλλον από τη στιγμή που ο OPEC την προηγούμενη εβδομάδα υποβάθμισε τις εκτιμήσεις για την αύξηση της πετρελαϊκής ζήτησης το 2019 στα 1,02 εκατ. βαρέλια ημερησίως.
Ο λόγος της υποβάθμισης ήταν τα ασθενέστερα του αναμενόμενου στοιχεία στο α΄ εξάμηνο από διάφορα κέντρα ζήτησης παγκοσμίως και οι προβλέψεις για μικρότερη οικονομική ανάπτυξη στο υπόλοιπο του έτους.
Επίσης υποβάθμισε τις εκτιμήσεις για την ζήτηση το 2020, αναμένοντας αύξηση κατά 1,08 εκατ. βαρέλια ημερησίως.
Επιπλέον ας μην ξεχνάμε ότι σε μια προσπάθεια να διασκεδάσει τους φόβους στην αγορά και να ανακόψει το άνευ προηγουμένου ράλι των τιμών, ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, άναψε το πράσινο φως για τη χρήση των στρατηγικών αποθεμάτων πετρελαίου της χώρας.
Την ίδια ώρα ο υπουργός Ενέργειας της Ρωσίας Αλεξάντερ Νόβακ ότι υπάρχουν αρκετά εμπορικά αποθέματα σε πετρέλαιο παγκοσμίως για να καλύψουν την έλλειψη προμηθειών από την Σαουδική Αραβία. Μάλιστα πρόσθεσε ότι οι παράμετροι της παγκόσμιας συμφωνίας για την παραγωγή πετρελαίου δεν έχουν αλλάξει μετά την επίθεση και ότι δεν υπάρχει άμεσα ανάγκη να συγκληθεί έκτακτη σύνοδος των χωρών μελών του ΟΠΕΚ όπως και των μη μελών του Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγικών Χωρών.
Οι traders λοιπόν καλό θα είναι να έχουν στο νου τους ότι η όποια επίμονη αξιοσημείωτη αύξηση του premium ρίσκου στα μακροπρόθεσμα συμβόλαια πετρελαίου χωρίς κάποιο άλλο γεγονός που θα επηρεάσει εκ νέου την προσφορά, θα οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου και των στρατηγικών αποθεμάτων, κάτι που θα περιορίσει την αρχική άνοδο των τιμών.
Πέραν του βραχυπρόθεσμου αντίκτυπου στην προσφορά, μακροπρόθεσμα είναι εξαιρετικά νωρίς για οποιαδήποτε πρόβλεψη, καθώς όσον αφορά την πετρελαϊκή σκακιέρα, η βασίλισσα είναι η προσφορά, αλλά ο βασιλιάς παραμένει η παγκόσμια ζήτηση, η οποία προς το παρόν έχει πληγεί από τις παγκόσμιες εμπορικές διενέξεις.
Τι τρομάζει στην ουσία την αγορά
Το πολιτικό ρίσκο από την άλλη παραμένει ο κρίσιμος «αξιωματικός» για την εξέλιξη των τιμών.
Η στήλη από την αρχή του τρέχοντος έτους, σε εκτενή ανάλυση για το πώς επηρεάζουν οι τιμές του πετρελαίου τα ομόλογα, τα νομίσματα και τις μετοχές, είχε επισημάνει ότι αν οι εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν περάσουν σε μια νέα επιθετική φάση κλιμάκωσης, θα μπορούσαν να οδηγήσουν και πάλι τις τιμές στα υψηλά του 2018.
Αυτό λοιπόν που πράγματι τρομάζει τους επενδυτές και τους κάνει να μετακινούνται εκ νέου προς τα παραδοσιακά επενδυτικά καταφύγια, είναι το γεγονός ότι η συγκεκριμένη επίθεση μπορεί να είναι η απαρχή μιας σειράς εξελίξεων, ικανών να αναιρέσουν τόσο την δυναμική δράση της ΕΚΤ την περασμένη εβδομάδα, όσο και των επικείμενων αυξήσεων των δαπανών από τις κυβερνήσεις έναντι να τονώσουν την τραυματισμένη ανάπτυξη.
Είναι βάσιμος αυτός ο φόβος; Δυστυχώς ναι.
Όταν οι αντάρτες της Υεμένης ανέλαβαν την ευθύνη για τις επιθέσεις με drones σε σταθμούς άντλησης πετρελαίου και έναν αγωγό πριν από τέσσερις μήνες, το κίνημα των Χούθι- ένα σκληροπυρηνικό ισλαμικό κίνημα που θεωρείται ευθυγραμμισμένο με το Ιράν- προειδοποίησε ότι έχει τη δυνατότητα για μεγαλύτερες επιθέσεις εναντίον του μεγαλύτερου εξαγωγέα πετρελαίου.
Η διεθνής κοινότητα όμως δεν έδωσε την πρέπουσα βαρύτητα στην επικείμενη απειλή.
Το Σάββατο λοιπόν το κίνημα αυτό ισχυρίστηκε ότι υλοποίησε την απειλή, στέλνοντας 10 drones για να χτυπήσουν την καρδιά της πετρελαϊκής βιομηχανίας πλήττοντας το Abqaiq, το μεγαλύτερο στον κόσμο κέντρο επεξεργασίας πετρελαίου και το πεδίο Khurais, όπου βρίσκεται το δεύτερο μεγαλύτερο κοίτασμα πετρελαίου του Βασιλείου.
Η σημειολογία προφανής.
Ο κίνδυνος εδώ δεν έγκειται στο γεγονός ότι για ένα άλφα χρονικό διάστημα το Βασίλειο θα αναστείλει πέριξ του 50% της ημερήσιας παραγωγής του, αλλά για το αν οι εξελίξεις αυτές αναζωπυρώσουν τους φόβους για την απειλή μιας τοπικής ανάφλεξης μεταξύ των ΗΠΑ, των Αράβων συμμάχων του και του Ιράν.
Ήδη μάλιστα από το Σάββατο το κίνημα των Χούθι ανακοίνωσε πως θα διευρύνει τις επιθέσεις του στη Σαουδική Αραβία.
Μια σύντομη εικόνα για το τι γίνεται στη Μέση Ανατολή
Οι Χούθι είχαν σίγουρα τους δικούς τους λόγους να επιτεθούν, αλλά σύμφωνα με πολλούς αναλυτές το Ιράν πιθανότατα να αποτελεί το δεύτερο συνεργό.
Ποιο είναι όμως το κίνημα των Χούθι;
Πρόκειται για σιίτες αντάρτες της Υεμένης, η οποίοι ελέγχουν τη βόρεια πλευρά και μάχονται τη Σαουδική Αραβία και τον συνασπισμό του οποίου ηγείται, σαν αντίποινα της παρέμβασης της τον Μάρτιο του 2015 στον εμφύλιο πόλεμο στην Υεμένη, όταν οι αντάρτες είχαν καταλάβει την πρωτεύουσα Sana’a.
Τόσο η Ουάσιγκτον όσο και το Ριάντ πιστεύουν ότι οι Χούθι είναι σύμμαχοι των Ιρανών.
Από τον Απρίλιο που η κυβέρνηση Τραμπ κλιμάκωσε τη στρατηγική «μέγιστης πίεσης» στο Ιράν, πολλοί αναλυτές και διπλωμάτες προειδοποίησαν ότι η Τεχεράνη θα αντιδράσει έμμεσα, μέσω περιφερειακών στρατιωτικών ομάδων, έτσι ώστε να έχει τη δυνατότητα «άρνησης» με ταυτόχρονο πλεονέκτημα διακράτησης δυνητικών σημείων ανάφλεξης έξω από τα σύνορά της.
Άποψη που έχει κερδίσει έδαφος, καθώς το Ιράν έχει επανειλημμένα προειδοποιήσει ότι αν οι αμερικανικές κυρώσεις δεν του επιτρέψουν να εξάγει πετρέλαιο, θα διαταραχθεί η ροή αργού και πετροχημικών σε όλη την περιοχή.
Όπερ και εγένετο, από ότι δείχνουν εν τέλει οι εξελίξεις.
Το γεγονός άλλωστε ότι το Ιράν στηρίζει πολιτοφυλακές σε Συρία, Ιράκ, Λίβανο και Υεμένη, αποτελεί ένα extra στοιχείο υπαιτιότητας και όχι μόνο όσον αφορά τη συγκεκριμμένη επίθεση.
Τον Μάιο και τον Ιούνιο έγινε σαμποτάζ σε έξι τάνκερ ανοικτά των ακτών των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, επιθέσεις για τις οποίες οι ΗΠΑ κατηγόρησαν το Ιράν, με το τελευταίο να αρνείται.
Πρόσφατα οι Χούθι, έχουν αυξήσει τις επιθέσεις με πυραύλους και drones στο γειτονική Σαουδική Αραβία. Τα αμυντικά συστήματα των Σαουδαράβων συχνά καταστρέφουν τους επερχόμενους πυραύλους, αλλά τα drones όπως είδαμε και το Σάββατο, έχουν γίνει αυξανόμενη απειλή.
Παρόλο που Αμερικανοί αξιωματούχοι έδωσαν στη δημοσιότητα φωτογραφίες δορυφόρου για τη ζημιά στις εγκαταστάσεις και υποστήριξαν ότι οι μέχρι τώρα πληροφορίες δείχνουν ότι τα χτυπήματα είναι ασύμβατα με το είδος της επίθεσης που θα μπορούσε να εκδηλωθεί από την Υεμένη, όλα δείχνουν ότι Ριάντ και Ουάσιγκτον θα αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις ως μέρος μιας ευρύτερης διαμάχης με το Ιράν.
Η Σαουδική Αραβία βέβαια έως τώρα δεν έχει αποδώσει ευθύνες για τις επιθέσεις.
Αξιωματούχοι δήλωσαν ότι ενώ το Βασίλειο στηρίζει τη στρατηγική «μέγιστης πίεσης» του Τραμπ, θέλει να αποφύγει μια σύρραξη με το Ιράν.
Γι’ αυτό και ο πρίγκιπας Mohammed σε τηλεφωνική συνομιλία με τον Τραμπ το Σάββατο υποστήριξε γενικά και αόριστα ότι το Βασίλειο «έχει την αποφασιστικότητα και την ικανότητα να αντιμετωπίσει αυτή την τρομοκρατική επίθεση».
Το Ριάντ συνήθως αντιδρά στις επιθέσεις των Χούθι με αεροπορικά πλήγματα κατά περιοχών της Υεμένης που ελέγχονται από αυτούς. Μετά από τέσσερα χρόνια βομβαρδισμών, όμως, οι Χούθι διατηρούν τις θέσεις τους στον πυκνοκατοικημένο βορρά της χώρας.
Επιπλέον τα χτυπήματα στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις μπορεί να εγείρουν νέα ερωτήματα για τον τελικό στόχο της στρατηγικής «μέγιστης πίεσης» του Τραμπ.
Σύμφωνα με τον Emile Hokayem, ειδικό για θέματα ασφαλείας στη Μέση Ανατολή, στο International Institute for Strategic Studies: «η έλλειψη αμερικανικής αντίδρασης μπορεί να αναστατώσει τους τοπικούς εταίρους και εκεί θα μπορούσαμε να δούμε ένα διχασμό, αν ο κόσμος στο Ριάντ, το Αμπού Ντάμπι και αλλού, πιστέψει ότι οι Αμερικανοί δεν είναι πρόθυμοι να επιβάλουν ένα τίμημα».
Η στήλη θεωρεί ότι η άποψη αυτή έχει σοβαρό υπόβαθρο, καθώς οι Άραβες σύμμαχοι των ΗΠΑ, ειδικά η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, πιστεύουν ήδη ότι πληρώνουν μονομερώς το βαρύ τίμημα της πολιτικής των ΗΠΑ «μέγιστης πίεσης» ενάντια στο Ιράν.
Οι κερδισμένοι και οι χαμένοι
Το διεθνές σύστημα είναι πολύ αμφίβολο αν μπορεί σε συνθήκες επερχόμενης ύφεσης λόγω των εμπορικών πολέμων να αντέξει και ένα σοκ στις τιμές του πετρελαίου.
Όπως είχαμε αναλύσει και στις αρχές της χρονιάς το παν μέτρον άριστον είναι ένα ρητό που αντιπροσωπεύει απόλυτα την εξέλιξη των τιμών του πετρελαίου, καθώς είτε η άνοδος τους πάνω από τα 90$, είτε η πτώση τους κάτω από τα 44$, πυροδοτεί επί της ουσίας αν και με διαφορετικό τρόπο, τους μηχανισμούς της ύφεσης για όλη την παγκόσμια κοινότητα.
Εφόσον –και μόνο εφόσον- η αναταραχή στην παραγωγή της Σαουδικής Αραβίας διαρκέσει αρκετές εβδομάδες και δεν αντικατασταθεί σημαντικό μέρος της, οι αυξημένες τιμές θα προκαλέσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις στην οικονομία και στην ανάπτυξη.
Οι επιπτώσεις στα ευρωπαϊκά κράτη θα είναι ορατές τις επόμενες εβδομάδες τόσο στην τιμή των καυσίμων, όσο και συνολικότερα στην ανάπτυξη.
Το επιχείρημα πως οι χαμηλότερες τιμές πετρελαίου απελευθερώνουν εισόδημα για άλλες δαπάνες, το οποίο με τη σειρά του γίνεται εισόδημα για τις επιχειρήσεις, οι οποίες στη συνέχεια θα το επενδύσουν, αυτή τη φορά θα λειτουργήσει από την αντίστροφη τροχιά.
Οι υψηλές τιμές πετρελαίου για παρατεταμένο χρονικό διάστημα θα πλήξουν την κατανάλωση και αυτή με τη σειρά της θα πλήξει τα εταιρικά κέρδη, σε ένα περιβάλλον όπου ήδη έχει τραυματιστεί η καταναλωτική εμπιστοσύνη με σαφές αποτύπωμα στην βιομηχανική παραγωγή.
Για τις ΗΠΑ, η πρόσφατη αποκλιμάκωση των τιμών μπορεί να ροκάνισε τα περιθώρια κέρδους των εταιρειών παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου, αλλά διετέλεσε ταυτόχρονα ένα ισχυρό ισοδύναμο φορολογικών μειώσεων, όπως άλλωστε έχει περιγράψει τη μείωση των πετρελαϊκών τιμών ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ.
Για τον ήδη ταλαιπωρημένο Αμερικανό καταναλωτή, μια πετρελαϊκή κρίση που θα εκτοξεύσει τα επίπεδα τιμών, μόνο ευπρόσδεκτη δεν είναι.
Σε κάθε περίπτωση, το κλειδί είναι αν η μείωση της πετρελαϊκής παραγωγής λόγω των επιθέσεων στις εγκαταστάσεις της Aramco διαρκέσει από δύο έως έξι εβδομάδες ή για περισσότερο.
Ο χρόνος της επαναφοράς της παραγωγής στα πρότερα επίπεδα θα είναι και αυτός που θα καθορίσει αν το brent θα ξεπεράσει ή όχι το κρίσιμο επίπεδο των 75,21 δολαρίων, που αποτελεί και τον 90αρη του weekly διαγράμματος.
Γι’ αυτό και μέχρι να καθοριστεί ο χρόνος αυτός, είναι νωρίς να είμαστε απόλυτοι για το κατά πόσον θα προκαλέσει μεγαλύτερη επιβράδυνση του διεθνούς ρυθμού της ανάπτυξης ή κατά πόσον θα ανέλθουν τα περιθώρια για τις εταιρείες διύλησης ή θα αυξηθούν οι ναύλοι για τις ναυτιλιακές.
Οι χώρες βέβαια που προμηθεύονται πετρέλαιο θα φροντίσουν μέχρι τότε να διασφαλίσουν τα αποθέματά τους για κάθε ενδεχόμενο, ενώ σύμφωνα με στελέχη ναυλομεσιτικών οίκων, αν πράγματι η επαναφορά της παραγωγής αργήσει άνω των έξι εβδομάδων, τότε οι ναύλοι θα ανέβουν, καθώς η προμήθεια για πολλούς εισαγωγείς θα γίνεται από πιο μακρινές χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Βραζιλία και η Δυτική Αφρική.
Κερδισμένα μεταξύ άλλων θα είναι τα μεγάλης χωρητικότητας δεξαμενόπλοια, τα λεγόμενα VLCC, άνω των 300.000 τόνων, καθώς αναμένεται μια αύξηση της ναυλαγοράς από 30% έως και 50%, με πολλούς Έλληνες εφοπλιστές να είναι στη λίστα σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του διεθνούς ναυλομεσιτικού οίκου Clarksons. (σ.σ Ο Γιάννης Αγγελικούσης με 42 υπερ-δεξαμενόπλοια βρίσκεται στην κορυφή, ενώ ακολουθούν η Dynacom του Γιώργου Προκοπίου, η Capital του Βαγγέλη Μαρινάκη, η EasterMed του Θανάση Μαρτίνου, τo Embiricos Group, η Alpha tankers, η Thenamaris, ο Γιώργος Οικονόμου, ο Όμιλος Τσάκου κ.ά.)
Πηγή:energypress.gr