Π. Χαλάτση: Πώς το φυσικό αέριο θα «σώσει την παρτίδα» κατά την ενεργειακή μετάβαση
Η ιδιαίτερη αξία που αποκτά το φυσικό αέριο ως μεταβατικό καύσιμο έχει πυροδοτήσει έντονες συζητήσεις, οι οποίες αναφέρονται σε έναν άλλου τύπου «μαύρο χρυσό», ο οποίος διαφέρει ωστόσο σε σχέση με το πετρέλαιο καθώς είναι λιγότερο ρυπογόνος.
Το φιλόδοξο σενάριo του εθνικού σχεδιασμού για την ενέργεια υποδεικνύει ότι το ποσοστό πράσινης ενέργειας θα φτάσει στο 35% το 2030, ενώ μια λιγότερο «γενναιόδωρη» προσέγγιση τοποθετεί αυτό το ποσοστό στο 31%. Στο ίδιο πλαίσιο έχει εξαγγελθεί και η κατάργηση του λιγνίτη μέχρι το 2028 ενώ αναμένεται να δημιουργηθεί, αν και με μεγάλη καθυστέρηση, και το νομοθετικό πλαίσιο για την αποθήκευση ενέργειας, η πρόοδος της οποίας θα κρίνει τελικά και το πόσο εφικτό είναι η Ελλάδα να πρωτοστατήσει στην πράσινη ενέργειας. Πάντως, μέχρι στιγμής, όσον αφορά στην αποθήκευση ενέργειας, υπολείπεται κατά πολύ συγκριτικά με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Αναλυτές, εκπρόσωποι επιχειρήσεων και ομάδες συμφερόντων οι οποίες πρόσκεινται είτε στον τομέα των ΑΠΕ είτε σε εκείνον του φυσικού αερίου υποστηρίζουν με νέες έρευνες και αναλύσεις αντικρουόμενες απόψεις, οι οποίες δεν στερούνται ωστόσο λογικών επιχειρημάτων. Κάποιοι δαιμονοποιούν μονομερώς μία από τις δύο κατευθύνσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση όχι μόνο στην αγορά αλλά και στους υπευθύνους λήψης πολιτικών αποφάσεων.
Κάποιοι άλλοι έχουν καταφέρει να βρουν μια χρυσή τομή αποδεχόμενοι την αναγκαιότητα συνύπαρξης των συγκεκριμένων μορφών ενέργειας χωρίς να τους αποδίδουν κάποια «συγκρουσιακή σχέση».
Ο «πόλεμος» μεταφέρεται και στα Μέσα ενημέρωσης, τα οποία λειτουργούν ως «πλατφόρμα» αντιπαράθεσης, η οποία δεν είναι απαραίτητα κακή καθώς τα Μέσα έχουν εκ των πραγμάτων υποχρέωση να υποστηρίζουν την πολυφωνία. Για παράδειγμα, το Bloomberg έκανε πρόσφατα αναφορά σε έρευνα της DNV-GL AS, η οποία προβλέπει αύξηση της ζήτησης για το φυσικό αέριο λόγω πιθανής υποχώρησης των επενδύσεων σε φωτοβολταϊκά.
«Ο κόσμος πιθανότατα θα χρειαστεί περισσότερη ενέργεια από το φυσικό αέριο τις επόμενες δεκαετίες σε σχέση με παλαιότερα, επειδή οι χαμηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη διάρκεια της ημέρας θα μπορούσαν να περιορίσουν την αύξηση των ηλιακών σταθμών. Η αυξανόμενη ανάγκη για φυσικό αέριο υπογραμμίζει ότι ο κόσμος πιθανότατα δεν θα εκπληρώσει τους στόχους που συνεπάγεται η συμφωνία για το κλίμα του Παρισιού», ανέφερε η DNV GL.
Από την άλλη, πάλι στο Bloomberg, σε μελέτη που έκανε το ίδιο χρονικό διάστημα, αναφέρεται ότι οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο τείνουν να εκτοπιστούν καθώς θα κερδίσουν επιπλέον έδαφος οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και οι μεγάλες μπαταρίες
«Μέχρι το 2035, θα είναι πιο δαπανηρή η κατασκευή του 90% των μονάδων αερίου που προτείνονται στις Η.Π.Α., σε σχέση με εκείνη νέων αιολικών και ηλιακών εκμεταλλεύσεων εξοπλισμένων με συστήματα αποθήκευσης. Αυτό θα συμβεί τόσο γρήγορα ώστε τα εργοστάσια αερίου που βρίσκονται τώρα στα πλάνα των επιχειρήσεων θα καταστούν αντιοικονομικά και μάλιστα αυτό θα συμβεί προτού οι ιδιοκτήτες τους αποπληρώσουν τις επενδύσεις που έκαναν για αυτά, σύμφωνα με τη μελέτη.
Η εξέλιξη αυτή θα έφερνε μια δραματική ανατροπή όσον αφορά στην τύχη των μονάδων παραγωγής φυσικού αερίου, οι οποίες πριν από 20 χρόνια προμήθευαν με ενέργεια η οποία αντιπροσώπευε λιγότερο από το 20% της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στις Η.Π.Α. Σήμερα το μερίδιο αυτό έφτασε στο 35% καθώς η παραγωγή από σχιστόλιθο κατέστησε φτηνό και άφθονο το φυσικό αέριο και ανάγκασε σε παύση τις μονάδες που χρησιμοποιούσαν άνθρακα», σημειώνεται σχετικά.
Μπασιάς (ΕΔΕΥ): Ναι στις ΑΠΕ αλλά πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με το υπόλοιπο 70%
Η Ελλάδα ακολουθεί τις παγκόσμιες τάσεις και δεσμεύεται από τη συμφωνία των Παρισίων και τους στόχους για το 30-35% για ΑΠΕ μέχρι το 2030. Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων, Γιάννης Μπασιάς, μιλώντας στο insider.gr δίνει τη δική του εκτίμηση για την ελληνική πραγματικότητα. Κληθείς να σχολιάσει τις προκλήσεις της ενεργειακής μετάβασης και το πώς αυτή επηρεάζει τη διαμόρφωση του ενεργειακού μείγματος σημειώνει ότι:
«Οι ΑΠΕ, όπως προβλέπεται, θα έχουν ένα μερίδιο της τάξεως του 30%. Σαφώς και η συμβολή τους είναι σημαντική καθώς το ζητούμενο είναι η αύξηση του ποσοστού καθαρής ενέργειας, η μείωση των ρύπων και η εκμετάλλευση του εγχώριου ενεργειακού δυναμικού, το οποίο βέβαια θα απαιτήσει δαπανηρές επενδύσεις. Τι θα γίνει όμως με το υπόλοιπο 70%; Σίγουρα, οι υδρογονάνθρακες θα κληθούν να «σώσουν την παρτίδα» της ενεργειακής μετάβασης και αυτό συμβαίνει ήδη με τα φορτία υγροποιημένου αερίου που διακινούν όλες οι εταιρείες, ελληνικές και ξένες, στην Ελλάδα για κατανάλωση και αποθήκευση. Νομίζω ότι όλοι έχουμε παρατηρήσει αυτή την εξέχουσα δραστηριότητα τους τελευταίους μήνες. Ο ρόλος της ΕΔΕΥ εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο, δηλαδή να συμβάλει σε μια βιώσιμη, οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά αποδεκτή λύση για να μειωθεί η εξάρτηση από τις εισαγωγές του υπόλοιπου 70%, το οποίο συμπεριλαμβάνει αέριο και αργό. Αυτό δεν θα γίνει «ως δια μαγείας». Γι' αυτό, τα τελευταία τρία χρόνια εργαζόμαστε προς αυτή την κατεύθυνση: να εκμεταλλευτούμε το δυνητικό δυναμικό του φυσικού αερίου που υπάρχει στον ελλαδικό χώρο και μάλιστα μέσω επενδύσεων στις οποίες συμβάλουν αποκλειστικά ξένα κεφάλαια χωρίς κρατικές ή κοινοτικές επιχορηγήσεις. Βέβαια, αυτό εντάσσεται στη λογική της οικονομικής πολιτικής η οποία μεταξύ άλλων στοχεύει στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Θεωρώ ότι για τις επόμενες δύο δεκαετίες οι ΑΠΕ θα βοηθήσουν την ενεργειακή μετάβαση από αργό στο φυσικό αέριο και όχι το αντίθετο προτού καινούργιες πηγές ενέργειας, εκτός από φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες, μπούνε στο παιχνίδι. Οι λόγοι είναι οικονομικοί, η τιμή του φυσικού αερίου που μετριέται ανά χίλια κυβικά πόδια κυμαίνεται σήμερα σε χαμηλά επίπεδα μεταξύ 2,2 και 2,6 δολαρίων, και πολλοί πιστεύουν ότι θα διατηρηθεί σε αυτά τα επίπεδα.
Οι πιθανότητες ανακάλυψης αργού, ιδιαίτερα όσον αφορά στον κεντρικό Ιόνιο συνδέονται και με μία ακόμη παράμετρο, η οποία πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν: το αργό είναι μια μορφή υδρογονάνθρακα και ένα βασικό βιομηχανικό προϊόν το οποίο δεν είναι απαραίτητο μόνο για την ηλεκτροδότηση και τις μεταφορές (τις ανάγκες των οποίων καλούνται βασικά να καλύψουν οι ΑΠΕ) αλλά και για την πετροχημεία, τη φαρμακοβιομηχανία, τις κατασκευές κάθε είδους, το ρουχισμό, την αγροτική ανάπτυξη. Συνεπώς, η εξαγωγική δυνατότητα της Ελλάδας, συνδυαζόμενη με την ισχυρή βιομηχανία διύλισης που έχουμε θα μπορέσει να συμβάλει και σε αυτό το επίπεδο ως προς το οικονομικό ισοζύγιο της χώρας μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Πηγή:energypress.gr