ECON -Economy, ecology, construction
ΑΡΘΡΑ

Σκέψεις πάνω στην δημόσια διαβούλευση των αιολικών πάρκων στην Ελλάδα - Η αναγκαιότητα ανάπτυξης των ΑΠΕ

10-11-2019

Τα σημάδια της κλιματικής αλλαγής είναι πλέον ορατά σε παγκόσμιο επίπεδο και αρχίζουν να γίνονται ολοένα και πιο αισθητά σε εθνικό και τοπικό. Σημαντική συμβολή στην αύξηση του επιπέδου των αερίων του θερμοκηπίου, τα οποία αποτελούν τους βασικούς της συντελεστές,  επιτελεί η εξόρυξη και χρήση των ορυκτών καυσίμων (fossil fuels). Ωστόσο, η ενεργειακή εξάρτηση του πλανήτη από αυτά, σε συνδυασμό με τους σημερινούς ρυθμούς κατανάλωσης, συρρικνώνουν σημαντικά τα διαθέσιμα αποθέματα και σύμφωνα με εκτιμήσεις αναμένεται να φτάσουν σε κρίσιμο επίπεδο στο άμεσο μέλλον. 
Η έννοια του “Peak Oil’’ περιγράφει την κατάσταση που βιώνει σήμερα ο πλανήτης. Οι καταναλωτικές ανάγκες για πετρέλαιο αναγκάζουν την παραγωγή του να φτάσει στο μέγιστο με αποτέλεσμα τα αποθέματα, τα οποία είναι πεπερασμένα, να μειώνονται γρήγορα (Bentley, 2016). Παράλληλα, ο ρυθμός ανακάλυψης καινούριων έχει κατά πολύ μειωθεί ακολουθώντας μια φρενίτιδα ανακαλύψεων κοιτασμάτων που ξεκίνησε την δεκαετία του 1960 (Aleklett, 2012). Σε κάθε περίπτωση, η επικρατούσα μορφή παραγωγής ενέργειας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως βιώσιμη και αειφόρος. Στοιχεία που αποτελούν βασικά ζητούμενα για την διασφάλιση της παραγωγής ενέργειας στο μέλλον και την παγκόσμια ενεργειακή ασφάλεια (energy security).
Τα παραπάνω μπορούν πολύ εύκολα να επιβεβαιωθούν μέσω του ίδιου του ορισμού της ενεργειακής ασφάλειας. Σύμφωνα με τον Belgrave (2019, p. 2) ως τέτοια ορίζεται η πεποίθηση των κρατών και των πολιτών ότι υπάρχουν οι διαθέσιμοι πόροι και το μέγεθός τους είναι ικανή να καλύψει τις ανάγκες τους στο εγγύς μέλλον. Ακόμα, η τιμή και η αφθονία των διαθέσιμων πόρων που διασφαλίζουν την ενεργεαική ασφάλεια θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να μην διακινδυνεύεται το δεδομένο επίπεδο ζωής τους. Επιπλέον, υπογραμμίζει ότι η αβεβαιότητα της ενεργειακής επάρκειας ενισχύεται στην περίπτωση όπου οι διαθέσιμοι πόροι είναι περιορισμένοι καθώς επίσης και εξαιτίας της μεταβλητότητας των τιμών. Το τελευταίο, θα μπορούσε να περιγραφεί μέσω της έννοιας της αντοχής (resilience), δηλαδή της διασφάλισης της διαθεσιμότητας των πόρων ανεξαρτήτως των καταστάσεων που μπορούν να διαμορφωθούν στο μέλλον (Valentine, 2011). Τέλος, οι Jewell, Cherp and Riahi (2014) αναφέρονται τόσο στην δυσκολία απόδοσης ορισμού ικανού να περιγράψει επαρκώς την ενεργειακή ασφάλεια (ένα θέμα που έχει απασχολήσει την επιστημονική κοινότητα) όσο και στην δυσκολία εντοπισμού εργαλείων που θα είναι σε θέση να την μετρήσουν και να την αξιολογήσουν. Σε κάθε περίπτωση, η ενεργειακή ασφάλεια σε παγκόσμιο, εθνικό και τοπικό επίπεδο δεν μπορεί να θεωρηθεί-μελετηθεί έξω από τα στενά όρια τα οποία θέτει η ανάγκη αντιμετώπισης του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, της μείωσης των αποθεμάτων των ορυκτών καυσίμων και της διατήρησης του επιπέδου ζωής των πολιτών. Σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση διαδραματίζει η ανάπτυξη και εφαρμογή ενεργειακών έργων που στόχο έχουν τη μείωση των δυσμενών επιπτώσεων του φαινομένου του θερμοκηπίου, την αειφορία και τη βιωσιμότητα της παραγωγής ενέργειας έτσι ώστε να συμβάλλουν στην διασφάλιση της ενεργειακής πληρότητας και επάρκειας, μειώνοντας παράλληλα και το κόστος παραγωγής και κατανάλωσης. Τα έργα αυτά αναφέρονται στην εκμετάλλευση μη πεπερασμένων (ανανεώσιμων) μορφών ενέργειας. Μια τέτοια μορφή ανανεώσιμης ενέργειας είναι ο άνεμος ενώ το τεχνολογικό μέσο για την εκμετάλλευσή της αποτελούν οι ανεμογεννήτριες και η οργανωμένη έκφανσή τους τα αιολικά πάρκα.
Η αιολική ενέργεια αποτελεί την πιο διαδεδομένη επιλογή ανάμεσα στις τεχνολογίες που αξιοποιούν διαφορετικές μορφές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) όπως είναι η ηλιακή ή η βιομάζα. Σε αυτές θα μπορούσε να προστεθεί και η υδροηλεκτρική ενέργεια, ωστόσο δεν μπορεί να θεωρηθεί αμιγώς ανανεώσιμη. 
Πόσο ανταγωνιστική όμως μπορεί να είναι η αγορά των ΑΠΕ σε σχέση με τα συμβατικά καύσιμα; Η ανταγωνιστικότητα των ΑΠΕ έναντι των συμβατικών μορφών ενέργειας υπογραμμίζεται μέσω του δείκτη LCoE ή Levelized Cost of Electricity. Ο δείκτης, ο οποίος  αναφέρεται στο σταθμισμένο κόστος της παραγωγής ηλεκτρισμού, μειώνεται χρόνο με το χρόνο και αναμένεται να είναι ίδιος και σε πολλές περιπτώσεις χαμηλότερος σε σχέση με εκείνον των ορυκτών καυσίμων μέχρι το 2020. Βασικές συνιστώσες αυτής της τάσης αποτελούν η ανάπτυξη και ωρίμανση των τεχνολογιών ΑΠΕ, ο διεθνής ανταγωνισμός και η τεράστια εμπειρία που έχει αποκτηθεί μέσα από το πέρασμα των ετών (IRENA, 2017). Η μείωση του LCoE θα καταστήσει τις τεχνολογίες ΑΠΕ ακόμη πιο ανταγωνιστικές και ελκυστικές για επένδυση και θα συμβάλει σημαντικά στην απεξαρτητοποίηση των σύγχρονων κοινωνιών από τη χρήση των ορυκτών καυσίμων σηματοδοτώντας την ενεργειακή μετάβαση (energy transition) προς μια κατεύθυνση ενεργειακά και περιβαλλοντικά βιώσιμη.

Αιολική ενέργεια και διαβούλευση στην Ελλάδα

Η Ελλάδα καλύπτει τις ανάγκες της σε ηλεκτροπαραγωγή μέσω της αξιοποίησης συμβατικών καυσίμων και ιδιαίτερα μέσω του λιγνίτη και φυσικού αερίου, σε ποσοστά 33,9% και 33.96% αντίστοιχα. Σημαντική ωστόσο, είναι η συνεισφορά των τεχνολογιών ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της χώρας, με ποσοστό συμμετοχής 21,54% στο σύνολο της παραγωγής για το 2018. Για το 2016, το αντίστοιχο ποσοστό που αναφέρεται στην αιολική ενέργεια ανέρχεται σε 10,5% ενώ η συνολική εγκατεστημένη ισχύς των αιολικών πάρκων για το πρώτο τετράμηνο του 2019, ανέρχεται σε 3025 MW (ΗΑΕΕ, 2019; HWEA, 2019). 

Στα πλαίσια της προσπάθειας που πραγματοποιεί η χώρα να ανταποκριθεί στους ενεργειακούς στόχους που έχουν τεθεί σε εθνικό επίπεδο μέσω του ‘’Εθνικού Σχεδίου Δράσης 20-20-20’’, το οποίο ενσωματώνει την Οδηγία 2009/28/ΕΚ για την ανάπτυξη και την διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα σε ποσοστό 20% μέχρι το 2020, νέα αιολικά πάρκα θα εγκατασταθούν σε λιγότερο ή περισσότερο κορεσμένες περιοχές. Η ανάπτυξη αυτή, πέρα από την κάλυψη των εθνικών επιδιώξεων φέρνει μαζί της και σημαντικά ερωτήματα τα οποία χρήζουν ανάλυσης και σχολιασμού.
Ποιό είναι το κοινωνικό, πολιτισμικό, οικονομικό και περιβαλλοντικό κόστος που φέρει η ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας στις περιοχές εγκατάστασης; Πώς προσμετράται και πώς αξιολογείται; Πώς ενσωματώνεται στο σχεδιασμό των αιολικών πάρκων; Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα θα μπορούσε να δοθεί μέσα από το πλαίσιο της μελέτης για την περιβαλλοντική αξιολόγηση των αιολικών έργων η οποία θα είναι σε θέση να τα εντοπίσει, να τα αξιολογήσει και να διατυπώσει μέτρα αντιμετώπισής τους αλλά και να διαμορφώσει εναλλακτικά σενάρια. Παρόλα αυτά, θα οδηγούνταν σε ένα μοιραίο σφάλμα. Καμία μελέτη απομονωμένα δεν μπορεί να εντοπίσει και να αξιολογήσει τις κοινωνικές και πολιτισμικές συνιστώσες που αφορούν τις περιοχές εγκατάστασης (host communities), τις πραγματικές οχλήσεις και περισπασμούς, τις ανησυχίες και προβληματισμούς που μπορεί να επιφέρει η ανάπτυξη των αιολικών πάρκων, χωρίς να συνυπολογίσει τις τοπικές κοινωνίες και τους ανθρώπους τους στην διαδικασία πραγμάτωσής της. 
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η επίλυση των καίριων αυτών ζητημάτων μπορεί να επιτευχθεί μέσω του θεσμού της δημόσιας διαβούλευσης. Σε διαφορετική περίπτωση, η απουσία διαβούλευσης και διαλόγου με τα θιγόμενα μέρη οδηγεί στην διαμόρφωση οργανωμένης αντίδρασης, η οποία με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές καθυστερήσεις ή και να εμποδίσει την ανάπτυξη των αιολικών πάρκων στις περιοχές εγκατάστασης.
Πώς όμως νομοθετείται η διαβούλευση στην Ελλάδα, ποιά η μορφή και ποιά τα στάδια κατά τα οποία αυτή προβλέπεται να ασκηθεί; Ποιά θα πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά της για να μπορεί να επιτύχει το σκοπό της; Για να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, θα επιχειρηθεί ο μερικός σχολιασμός της νομοθεσίας, των κανονισμών και των άρθρων που την διέπουν σε μια προσπάθεια να εντοπιστούν οι αδυναμίες και οι ελλείψεις τους. Ξεκινώντας, οι δυνατότητες που η ελληνική νομοθεσία παρέχει για δημόσια διαβούλευση εντοπίζονται μέσα στο πλαίσιο της αδειοδοτικής διαδικασίας των αιολικών πάρκων. 
Μια πρώτη έμμεση δυνατότητα για διαβούλευση προσφέρεται μέσω του κανονισμού που διέπει τις διαδικασίες που αφορούν την άδεια παραγωγής των αιολικών πάρκων, (ΥΑΠΕ/Φ1/14810/ΦΕΚ.Β’2373/25-10-2011) και ειδικότερα μέσω των άρθρων 6 και 7. Σύμφωνα με αυτά η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) επιτρέπει στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) Α’ βαθμού στους οποίους αναφέρεται το έργο προς αξιολόγηση να διατυπώσουν τεκμηριωμένες αντιρρήσεις. 
Ωστόσο, πρέπει να διατυπωθούν οι σχετικές παρατηρήσεις πάνω στα δύο αυτά άρθρα της αδειοδοτικής διαδικασίας. Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο. 
Το άρθρο 6 του κανονισμού με τίτλο ‘’Δημοσίευση Αιτήσεων’’ αναφέρει πως κατά την διάρκεια αξιολόγησης του έργου από τη ΡΑΕ, η ίδια η αρχή θα πρέπει να δημοσιοποιήσει την αίτηση που έχει σταλεί σε αυτή από τον φορέα του έργου στον ηλεκτρονικό της ιστότοπο και να την αποστείλει στην δημοτική αρχή όπου ανήκει/ουν τα οικόπεδα που καλύπτει/ουν το αιολικό πάρκο. Μέσα σε διάστημα 15 ημερών από τη μέρα που ο Δήμος λάβει τη σχετική ενημέρωση, καλείται να προβεί στην διατύπωση τεκμηριωμένων αντιρρήσεων πάνω στο έργο. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει αναφορά στο άρθρο 7 του κανονισμού το οποίο και προβλέπει την διατύπωση αντιρρήσεων από τους Δήμους. Ειδικότερα, αναφέρει ότι ‘’Οι υποβαλλόμενες αντιρρήσεις συνοδεύονται από έγγραφα και στοιχεία που είναι αναγκαία για την τεκμηρίωσή τους. Αντιρρήσεις που υποβάλλονται από πρόσωπα που δεν έχουν έννομο συμφέρον ή δεν συνοδεύονται από τα αναγκαία για την τεκμηρίωσή τους στοιχεία, απορρίπτονται ως απαράδεκτες’’.
Το πρώτο σχόλιο αφορά το χρονικό περιθώριο το οποίο η ίδια η ΡΑΕ παρέχει στους Δήμους για να διατυπώσουν τις αντιρρήσεις τους. Αυτό με τη σειρά του γεννά το εξής ερώτημα. Με ποιά κριτήρια το χρονικό αυτό διάστημα κρίνεται επαρκές για την διατύπωση αντιρρήσεων οι οποίες συν τοις άλλοις θα πρέπει να είναι επαρκώς τεκμηριωμένες; 
Το σχόλιο αυτό έχει βάση εάν αναλογιστεί κανείς το παρακάτω.
Το άρθρο 6 αναφέρει ρητά πως ‘’Η ΡΑΕ [..] β) Αποστέλλει ηλεκτρονικά στους Δήμους, τον πίνακα αιτήσεων της περίπτωσης α’, με ειδική αναφορά στην δυνατότητα υποβολής αιτιολογημένων αντιρρήσεων κατά τα οριζόμενα από το άρθρο 7, προκειμένου οι Δήμοι να μεριμνήσουν για την ενημέρωση των δημοτών τους’’. Συνεπόμενα, μέσα στο ορισμένο χρονικό διάστημα των 15 ημερών κατά το οποίο οι Δήμοι θα πρέπει να διατυπώσουν τις αντιρρήσεις τους, θα πρέπει να προχωρήσουν και στην ενημέρωση των δημοτών τους. 
Αντιλαμβάνεται κανείς πως μόνο περισσότερα ερωτήματα μπορούν να διατυπωθούν στο σημείο αυτό. Με ποίες διαδικασίες οι Δήμοι θα πρέπει να προβούν στην ενημέρωση των πολιτών και κυρίως, πώς κάτι τέτοιο μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα σε διάστημα 15 ημερών; Πώς το διάστημα των 15 ημερών από την δημοσιοποίηση της αίτησης προς τους Δήμους μπορεί να θεωρηθεί ικανό, έτσι ώστε οι Δήμοι 1) να συμβουλευθούν τις υπηρεσίες τους, 2) να ενημερώσουν τους δημότες τους και 3) να καταρτίσουν μελέτη ικανή να τεκμηριώνει τις αντιρρήσεις τους;
Ποιά είναι τα έγγραφα και στοιχεία εκείνα που η ΡΑΕ θεωρεί αποδεκτά για τη τεκμηρίωση των αντιρρήσεων για το προς αδειοδότηση αιολικό έργο; Δεν θα έπρεπε να ορίζονται με σαφήνεια τα έγγραφα και οι μελέτες, που θα πρέπει να κατατίθενται από τους Δήμους για την διατύπωση αντιρρήσεων, όπως ακριβώς ορίζονται τα απαιτούμενα έγγραφα που θα πρέπει να δημοσιοποιηθούν στους Δήμους σύμφωνα με το άρθρο 6; 
Με αφορμή την τελευταία πρόταση που διατυπώθηκε, γιατί η ΡΑΕ θεωρεί επαρκή την πληροφόρηση των Δήμων για το εκάστοτε προς αδειοδότηση αιολικό έργο, σύμφωνα με τις διαδικασίες και έγγραφα, που παρέχει το άρθρο 6 και τα οποία αφορούν δύο τοπογραφικά διαγράμματα κλίμακας 1:5,000 και 1:50,000 συνοδευόμενα από μια μη τεχνική περίληψη του έργου; 
Με ποιό τρόπο τεκμηριώνεται, προς τον Δήμο, η απόφαση του μελετητή να επιλέξει τη συγκεκριμένη θέση, στα συγκεκριμένα διοικητικά όρια, μέσα από δύο τοπογραφικά διαγράμματα, οι προδιαγραφές και η κλίμακα των οποίων δεν επαρκούν για να αποσαφηνιστεί κάτι τέτοιο, συνοδευόμενα παραλλήλως από μία μη τεχνική περίληψη του έργου η οποία αναφέρεται περιληπτικά στις προδιαγραφές του;
Ακόμα όμως και στην περίπτωση όπου τα παραπάνω στοιχεία τεκμηριώνουν την επιλογή της συγκεκριμένης θέσης, με ποιά τεχνογνωσία οι Δήμοι και οι σχετικές υπηρεσίες τους μπορούν να διατυπώσουν άποψη και μάλιστα μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα; 
Επιπρόσθετα, πώς καθορίζονται τα στοιχεία που η ΡΑΕ επιλέγει να δημοσιοποιηθούν προς τους Δήμους;
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά κρίνεται απολύτως αναγκαία και μπορεί να συμβάλει στην ουσιαστική τροποποίηση των εν λόγω άρθρων προς την κατεύθυνση της παροχής ουσιαστικής πληροφόρησης σε αυτό το πρώιμο στάδιο του έργου και της ενδυνάμωσης των Δήμων ως παραγόντων γνωμοδότησης.
Το δεύτερο στάδιο κατά το οποίο η ελληνική νομοθεσία προβλέπει τα πρόσωπα και τους όρους της δημόσιας διαβούλευσης για έργα αιολικής ενέργειας, είναι εκείνο που θεσμοθετείται μέσω της αξιολόγησης της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) των έργων. 
Η δημόσια διαβούλευση που αφορά την αξιολόγηση του φακέλου της ΜΠΕ θεσπίζεται μέσω της Υ.Α. Οικ.: 1649/45/2014.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Υ.Α ορίζονται οι φορείς που μπορούν να γνωμοδοτήσουν για το έργο. Παρόλα αυτά σε κανέναν από τους πίνακες του Παραρτήματος όπου περιγράφονται οι φορείς γνωμοδότησης δεν συμπεριλαμβάνονται οι ΟΤΑ Α’ βαθμού. 
Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο 3 παράγραφος 6 της Υ.Α, στο οποίο αναφέρεται ότι ‘’Για την διατύπωση γνώμης, κάθε Περιφερειακό Συμβούλιο, δύναται να συνεκτιμά επίσης τις γνωμοδοτήσεις των δημοτικών συμβουλίων που υπάγονται στα διοικητικά όρια της οικείας Περιφέρειας, καθώς επίσης και εκείνες των Επιτροπών Διαβούλευσης και των Συμβουλίων Τοπικής ή Δημοτικής Κοινότητας που προβλέπονται στα άρθρα 73, 76 και 8 του ν. 3852/2010 (ΦΕΚ Α’ 87), αντιστοίχως, και τέλος, τις απόψεις του ενδιαφερόμενου κοινού ’’.
Η διατύπωση του παραπάνω άρθρου χρήζει ιδιαίτερης ερμηνείας. Δεν περιορίζει τους Δήμους στο να διατυπώνουν άποψη για το έργο από τη μία, αλλά δεν δεσμεύει το αρμόδιο γνωμοδοτικό όργανο να συμπεριλάβει την εκπεφρασμένη άποψη των Δήμων (εάν και εφόσον αυτή διατυπωθεί) στη τελική τους απόφαση από την άλλη. Ανήκει λοιπόν στην διακριτική ευχέρεια του περιφερειακού συμβουλίου το εάν θα συμπεριληφθεί ή όχι η άποψη της αρχής στο εσωτερικό της οποία θα πραγματοποιηθεί το έργο. Γίνεται απολύτως σαφές ότι το επίπεδο διοίκησης στο οποίο οι συνέπειες του έργου θα είναι ορατές και τις οποίες θα πρέπει να διαχειριστεί, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, δεν έχει καμία γνωμοδοτική δύναμη.
Επιπρόσθετα, στο ίδιο άρθρο (παράγραφος 6α), αναφέρεται ότι ‘’Εφόσον απαιτείται από σχετική κανονιστική διάταξη, μετά από τεκμηριωμένη κρίση της αρμόδιας περιβαλλοντικής αρχής και λαμβάνοντας υπόψη το είδος και μέγεθος του έργου ή της δραστηριότητας καθώς και τις δυνητικές επιπτώσεις αυτού, δύναται/νται να γνωμοδοτεί/ουν και άλλος/οι φορέας/εις πλην των αναφερομένων στους ως άνω πίνακες του Παραρτήματος Β’’. 
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως η συγκεκριμένη διάταξη μπορεί να καλύψει το ‘’κενό’’ που η απουσία των δημοτικών αρχών δημιουργεί από τους γνωμοδοτικούς πίνακες. Ωστόσο, αναγνωρίζει την ιδιαιτερότητα συγκεκριμένων έργων για τα οποία ενδεχομένως να πρέπει να συμπεριληφθεί και άλλος γνωμοδοτικός φορέας, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει ποιά είναι αυτά τα έργα, ποιές είναι οι κρίσιμες διαστάσεις τους, ποιές οι πιθανές επιπτώσεις τους και ποιά τα κριτήρια τα οποία θα τεκμηριώνουν την απόφαση της αρμόδιας περιβαλλοντικής αρχής για να συμπεριλάβει και άλλους φορείς προς γνωμοδότηση. Σε ποιό επίπεδο ακόμη θα γνωμοδοτεί αυτός ο φορέας και πώς θα επιλεγεί; Η διατύπωση αυτή της παραγράφου θα λέγαμε ότι κινείται στα πλαίσια της ‘’δημιουργικής ασάφειας’’ αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο για εκτιμήσεις και ερμηνείες. 
Ένα ακόμη σημείο, που αξίζει να σημειωθεί, είναι αυτό που αφορά την παράγραφο 7 του άρθρου 5 σύμφωνα με την οποία, ‘’Η παράλειψη του/ων Περιφερειακού/ων Συμβουλίου/ων, ή της Περιφερειακής/ων Επιτροπής/ων, ή/και του ενδιαφερομένου κοινού, ή/και του δημοτικού/ών συμβουλίου/ων, ή/και της/ων Επιτροπής/ων Ποιότητας Ζωής, ή/και της/ων Δημοτικών Επιτροπής/ων Διαβούλευσης, ή/και του/ων Συμβουλίου/ων Τοπική ή Δημοτικής Κοινότητας, να γνωμοδοτήσουν εντός των προβλεπομένων από την κείμενη νομοθεσία προθεσμιών δεν κωλύει την πρόοδο της διοικητικής διαδικασίας αξιολόγησης του φακέλου της ΜΠΕ από την αρμόδια περιβαλλοντική αρχή’’. Δηλαδή, ακόμα και εάν το Περιφερειακό συμβούλιο καθυστερήσει να αποφανθεί για τις περιβαλλοντικές-κοινωνικές και οικονομικές συνιστώσες του έργου (έχοντας υπόψη της και την άποψη των Δήμων, οι οποίοι με τη σειρά τους ενδέχεται να μην προλάβουν να καταθέσουν εγκαίρως την άποψή τους) και μολονότι αποτελεί καίριο γνωμοδοτικό όργανο, η διαδικασία της αδειοδότησης για την αξιολόγηση της ΜΠΕ μπορεί να συνεχιστεί απρόσκοπτα. 
Το ερώτημα, που προκύπτει εύλογα είναι γιατί η αρμόδια περιβαλλοντική αρχή να έχει την δυνατότητα να αποφασίζει, χωρίς να έχει συμπεριλάβει στη τελική της απόφαση την άποψη του περιφερειακού συμβουλίου; Πότε η απόφαση αυτή θα συμπεριληφθεί στη τελική αξιολόγηση, εάν όχι τη στιγμή, που έχει προχωρήσει στην τελική της ετυμηγορία; Υπάρχει η περίπτωση να εγκριθεί η ΜΠΕ από την αρμόδια περιβαλλοντική αρχή, χωρίς να συμπεριληφθεί η γνωμοδότηση του περιφερειακού συμβουλίου; Ακόμη, στην περίπτωση που είναι θετική η γνωμοδότηση της αρμόδιας περιβαλλοντικής αρχής και αρνητική του περιφερειακού συμβουλίου υπάρχει η δυνατότητα να τροποποιηθεί η απόφαση για τη ΜΠΕ αναδρομικά;
Τέλος, στα πλαίσια του ίδιου άρθρου, προσδιορίζονται οι τρόποι και οι διαδικασίες, σύμφωνα με τις οποίες θα πραγματοποιηθεί η δημόσια διαβούλευση. Αυτές εν συντομία περιλαμβάνουν την δημοσιοποίηση του τίτλου του έργου, της θέσης του, τα στοιχεία του φορέα του έργου, τα στοιχεία της αρμόδιας περιβαλλοντικής αρχής, την ημερομηνία έναρξης και λήξης της διαβούλευσης κ.α. Οι πληροφορίες αυτές, δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα της Περιφέρειας και του ΥΠΕΝ και σε μία τουλάχιστον νομαρχιακή εφημερίδα ή σε μία καθημερινή εθνικής εμβέλειας. Ακόμη, καλεί τους ενδιαφερόμενους πολίτες και τους οικείους Δήμους προς την ενημέρωση τους. 
Σύμφωνα με το άρθρο 7, οι πολίτες έχουν το δικαίωμα πρόσβασης στις περιβαλλοντικές πληροφορίες του έργου όπως ορίζει η Κ.Υ.Α 11764/653/2006 με τίτλο ‘’Πρόσβαση του κοινού στις δημόσιες αρχές για παροχή πληροφοριών σχετικά με το περιβάλλον, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της Οδηγίας 2003/4/ΕΚ’’ με τις επιφυλάξεις του άρθρου 4,παράγραφοι 1,2 και 3. Για την παροχή των πληροφοριών, οι πολίτες καλούνται να καταθέσουν σχετική αίτηση στην αρμόδια υπηρεσία η οποία και διαθέτει τις περιβαλλοντικές πληροφορίες ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτές. Επιπρόσθετα, το κοινό μπορεί να ενημερωθεί για το εκάστοτε έργο και από τους Δήμους. Οι απόψεις, τόσο των πολιτών όσο και του/ων Δήμου/ων πρέπει να αποτυπωθούν εγγράφως μέσω της ειδικής φόρμας που παρατίθεται στο Παράρτημα Α της Υ.Α. Οικ.: 1649/45/2014 και να τεκμηριώνονται επαρκώς.
Όπως αναφέρθηκε, το άρθρο 7 κάνει αναφορά στην Κ.Υ.Α 11764/653/2006 η οποία ορίζει τους όρους παροχής πληροφοριών σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του έργου. Παρ’ όλα αυτά, ένα έργο δύναται να έχει επιπτώσεις στην οικονομία και την κοινωνία της περιοχής. Αυτού του είδους οι πληροφορίες πώς μπορούν να παρασχεθούν στους πολίτες; Εκτός και εάν η σημασία τους δεν αφορά την διαδικασία της διαβούλευσης και συνακόλουθα ούτε την διατύπωση απόψεων για το έργο από τους πολίτες και τους Δήμους. 
Ενδιαφέρον ακόμη παρουσιάζει η χρήση της φράσης ‘’τεκμηριωμένων απόψεων’’ η οποία χρησιμοποιείται σχεδόν παντού στην υπουργική απόφαση. Η διατύπωση αυτή εγείρει πάλι το ίδιο ζήτημα όπως προηγουμένως έχει αναφερθεί. Υποθέτει τη τεχνική κατάρτιση του κοινού ή των Δήμων πάνω στο έργο και τις επιπτώσεις που αυτό έχει στο περιβάλλον και κατά συνέπεια την ικανότητα τους να τις αναλύσουν, να τις κατανοήσουν και τέλος να τις διατυπώσουν ακολουθούμενες από τη σχετική τεκμηρίωση. Η πραγματικότητα όμως, είναι μάλλον διαφορετική. 
Ακόμη, ο φορέας του έργου δεν παρουσιάζεται πουθενά μέσα στην διαδικασία της διαβούλευσης. Η ευθύνη του περιορίζεται στο να παράσχει το σχετικό φάκελο της ΜΠΕ στις αρμόδιες υπηρεσίες και να συνδράμει οικονομικά για τα έξοδα της δημοσιοποίησης των στοιχείων του έργου σε μια περιφερειακή ή εθνική εφημερίδα. 
Ιδιαίτερη επισήμανση πρέπει να δοθεί στον Ν.4014/2011 με τίτλο ‘’Περιβαλλοντική Αδειοδότηση Έργων και Δραστηριοτήτων, Ρύθμιση Αυθαιρέτων σε συνάρτηση με δημιουργία περιβαλλοντικού ισοζυγίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος. Η νομοθεσία αυτή και συγκεκριμένα το κεφάλαιο Α, περιγράφει τις διαδικασίες που αφορούν την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και τις ειδικότερες διαδικασίες τους. Αυτό που ενδιαφέρει το παρόν αρθρογράφημα, είναι το άρθρο 19 με τίτλο ‘’Γνωμοδότηση φορέων και δημόσια διαβούλευση’’, το οποίο προσφέρει τους σχετικούς ορισμούς και έναν βασικό σκελετό για την δημόσια διαβούλευση των ΜΠΕ. 
Το ίδιο το άρθρο 19 επιδέχεται σχολιασμού. Η παράγραφος 1 προσφέρει τους σχετικούς ορισμούς που αφορούν τους δημόσιους φορείς γνωμοδότησης, όπως αυτοί εξειδικεύονται με το άρθρο 2 της Κ.Υ.Α 11764/653/2006 και συνεχίζει με την παράγραφο 2, όπου δίνονται οι ορισμοί του ‘’κοινού’’ και του ‘’ενδιαφερόμενου κοινού’’. Κοινό, κατά το νομοθέτημα αυτό, ορίζεται ‘’ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, καθώς και φορείς (ενώσεις, οργανώσεις ή ομάδες αυτών εκπροσώπησής τους’’ και ως ενδιαφερόμενο κοινό ορίζεται: ‘’το κοινό που θίγεται ή ενδέχεται να θιγεί ή του οποίου διακυβεύονται έννομα συμφέροντα από τις διαδικασίες της λήψης των αποφάσεων για την πραγματοποίηση του έργου ή της δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων και των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ)’’. 
Οι παρατηρήσεις πάνω στους προαναφερόμενους ορισμούς αφορούν δύο σημεία. Το πρώτο αφορά τον ίδιο τον ορισμό που δίνεται για το ενδιαφερόμενο κοινό. Κατά την πολιτεία, μόνο όσοι έχουν έννομο συμφέρον μπορούν να συμμετάσχουν στην διαδικασία της διαβούλευσης γνωμοδοτικά όπως επίσης και ομάδες ΜΚΟ. 
Ωστόσο, ο ορισμός αυτός διαμορφώνει έναν ξεκάθαρο διαχωρισμό. Από τη μια πλευρά, εντοπίζει τα μεμονωμένα φυσικά πρόσωπα ή τις οργανωμένες ομάδες πολιτών τα οποία θίγονται ‘έννομα’’ από το έργο, και από την άλλη πλευρά τις ΜΚΟ. Το ερώτημα που ανακύπτει σε αυτή την περίπτωση, αφορά το λόγο για τον οποίο οι ΜΚΟ συμπεριλαμβάνονται στην ίδια ομάδα με τους πολίτες με έννομο συμφέρον. Πολλές από τις ΜΚΟ δεν εκφράζουν ούτε εκπροσωπούν μεγάλο μέρος πολιτών της περιοχή εγκατάστασης του έργου ενώ το κέντρο λειτουργίας τους εντοπίζεται στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Με ποιό σκεπτικό η γνωμοδοτική τους δύναμη εξισώνεται με αυτή των πολιτών, που θίγονται από το έργο; Γιατί οι ΜΚΟ αποκτούν ‘’έννομα’’ συμφέροντα, ως προς το έργο και επακόλουθα γιατί αποτελούν de facto μέρος του ενδιαφερόμενου κοινού; Κατά την άποψη του αρθρογράφου η αυτόματη αναγνώριση των ΜΚΟ ως ενδιαφερόμενου κοινού μπορεί να προξενήσει κινδύνους και αυτό γιατί εξ ορισμού οι ΜΚΟ αποτελούν ομάδες πίεσης, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. 
Το δεύτερο σημείο αφορά τους πολίτες εκείνους, τις οργανώσεις και τις ομάδες τους, που δεν θίγονται έννομα από το έργο. Τί προβλέπεται για τους πολίτες, που δεν διαμένουν μόνιμα στην περιοχή ή τους πολίτες άλλων περιοχών, που, είτε μεμονωμένα είτε οργανωμένα, εκφράζουν ή θα ήθελαν να εκφράσουν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον τους για τις επιπτώσεις του έργου; 
Το τελευταίο μπορεί να υποστηριχθεί θεωρητικά, μέσω του εργαλείου του χωροταξικού σχεδιασμού που αναφέρεται στον προσδιορισμό των ανθρωπογεωγραφικών ζωνών στα χωροταξικά πλαίσια. Η λογική που το διέπει, βασίζεται στη θεώρηση ότι η περιοχή όπου ένα άτομο θεωρεί και βιώνει ως ‘’τόπο’’ και ‘’σπίτι’’ του, δεν περιορίζεται στα διοικητικά όρια του οικισμού ή του Δήμου, του οποίου αποτελεί κάτοικο. Αυτό, έχει σαν αποτέλεσμα πολίτες που κατοικούν σε ευρύτερες περιοχές της τοποθεσίας εγκατάστασης του έργου να τη συμπεριλαμβάνουν μέσα σε ένα γενικότερο ανθρωπογεωγραφικό χώρο, τον οποίο βιώνουν ως ‘’δικό’’ τους. Κατ’ επέκταση, καταργούνται τα διοικητικά όρια και οριοθετούνται καινούρια, που τα ξεπερνούν. Ο ορισμός, επομένως, του ενδιαφερόμενου κοινού θίγει μια πολύ μεγάλη ομάδα ανθρώπων και την αποκλείει από την διαδικασία της διαβούλευσης, μιας και περιορίζει την έκφραση άποψης από πολίτες, που έχουν έννομο συμφέρον μεν, αλλά ηθικό δικαίωμα στη συμμετοχική διαδικασία της διαβούλευσης δε, ως χρήστες του ίδιου ανθρωπογεωγραφικού χώρου μέσα στον οποίο πραγματοποιείται το έργο. 
Ο ενεργειακός σχεδιασμός και η πολιτική για την ανάπτυξη των ΑΠΕ, η οποία μετουσιώνεται μέσω της εγκατάστασης αιολικών πάρκων, δεν μπορεί να αποτελεί μείζον ζήτημα μόνο των τοπικών κοινωνιών (host communities), οι οποίες θα πρέπει να υποστούν τις επιπτώσεις τους (περιβαλλοντικές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές), αλλά ζήτημα που αφορά όλους τους πολίτες ανεξαιρέτως. Και αυτό διότι και οι ίδιοι θα είναι χρήστες της πράσινης ενέργειας που θα παραχθεί. Το τελευταίο ενισχύει, ακόμη περισσότερο, την ηθική ευθύνη, που φέρει ο καθένας μας και την ανάγκη συνειδητοποίησής της, όχι μόνο εκ μέρους μας, αλλά και εκ μέρους εκείνων που νομοθετούν. 
Σημαντική παράγραφος του άρθρου 19 είναι εκείνη, που αναφέρεται στις αρμοδιότητες του φορέα του έργου (παράγραφος 9). Σύμφωνα με αυτή, ‘’Ο φορέας του έργου ή της δραστηριότητας επιβαρύνεται με όλα τα έξοδα δημοσίευσης και διανομής φακέλων και διοργάνωσης ενημερωτικών εκδηλώσεων. Η οικεία Περιφέρεια και ο Δήμος, μετά την παραλαβή του φακέλου, τον θέτουν αμελλητί στην διάθεση του κοινού και των φορέων εκπροσώπησής τους, προκειμένου να διατυπώσουν τη γνώμη τους’’. 
Ο νόμος, λοιπόν, προβλέπει ότι φορέας του έργου μπορεί να οργανώνει ενημερωτικές εκδηλώσεις, με στόχο την ενημέρωση του κοινού, εφόσον το επιθυμεί και καλύψει τα έξοδα για την πραγματοποίησή της. Σε κάθε περίπτωση, η διατύπωση αυτή αποτελεί μια πρώτη αρχή για την εγκαθίδρυση μιας ουσιαστικής διαβούλευσης. Ωστόσο, τίθεται μέσα στα οικονομικά πλαίσια που αφορούν το κόστος της διαβούλευσης και των προσώπων, που την επωμίζονται και δεν αποτελούν θεσπισμένο μέρος της διαδικασίας της, που έχει ως στόχο να την ενδυναμώσει και να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητά της. Αυτό γίνεται ακόμη πιο εμφανές και από την Υ.Α. Οικ.: 1649/45/2014, η οποία, σύμφωνα με την παράγραφο 9, ‘’εξειδικεύει την διαδικασία της συμμετοχής του κοινού στην δημόσια διαβούλευση’’. Σε κανένα άρθρο της Υπουργικής Απόφασης δεν αναφέρεται η οργάνωση εκδηλώσεων ενημέρωσης από τους φορείς του έργου μέσα στην διαδικασία που αφορά την διαβούλευση (άρθρα 4 έως 7). Κατά συνέπεια, δεν θεσπίζεται νομικά ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία της διαβούλευσης, αυτό των open houses. 
Αυτό ενδεχομένως να οφείλεται στο γεγονός ότι η Υπουργική Απόφαση περιορίζεται στην διατύπωση μόνον των διαδικασιών, που αφορούν το Δημόσιο και τις υπηρεσίες του.
Επομένως, όταν το άρθρο 19 του Νόμου αναφέρει ότι οι διαδικασίες της διαβούλευσης θα εξειδικευτούν μέσω της Υ.Α, αναφέρεται σε εκείνες, που αφορούν αποκλειστικά το Δημόσιο και το πεδίο ευθύνης του. Από την άλλη πλευρά, η ευθύνη του φορέα και η παρουσία του στη συμμετοχική διαδικασία της διαβούλευσης περιορίζεται μόνο στο πεδίο, που αφορά την κάλυψη των εξόδων, που θα προκύψουν από την εκτύπωση και διανομή των περιβαλλοντικών φακέλων. 
Από τη στιγμή που η νομοθεσία δεν επιβάλει την παρουσία του φορέα στην διαδικασία της διαβούλευσης και των τρόπων ή μέσων με την οποία αυτή θα επιτευχθεί, δίνει την δυνατότητα ή καλύτερα την ελευθερία στον ίδιο να επιλέξει το βαθμό και το τρόπο συμμετοχής του. 
Θέτοντας το ζήτημά αυτό μέσα σε ένα πλαίσιο, που από μόνο του αποτελεί θέμα εκτενούς συζήτησης, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αποτελεί μέρος της επαγγελματικής δεοντολογίας και ηθικής του φορέα του έργου, με άμεση αναφορά στα professional ethics, το κατά πόσον και εάν θα διασφαλίσει  την παρουσία του στην περιοχή εγκατάστασης και την ουσιαστική ενημέρωση του ‘’ενδιαφερόμενου κοινού’’, μέσω διαδραστικών ενεργειών πληροφόρησης.

Συμπεράσματα
Θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά περισσότερα, πάνω στο ζήτημα της διαβούλευσης στην Ελλάδα αλλά το πιθανότερο είναι να καταλήξει κανείς στις ίδιες διαπιστώσεις.
Μερικές από αυτές θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής:
Η νομοθεσία που ρυθμίζει την διαβούλευση διαχωρίζει τις θέσεις/στάσεις του κράτους με αυτή/ές του φορέα στην ενημέρωση των πολιτών και δεν τις συνδυάζει δεσμευτικά για να διασφαλίσει από τη μία πλευρά τον έλεγχο των διαδικασιών και να προστατέψει τα δικαιώματα των πολιτών και από την άλλη να διασφαλίσει την παρουσία του φορέα του έργου στην διαβούλευση.
Διαχωρίζει τους πολίτες σε δύο κατηγορίες στη βάση της ύπαρξης έννομου συμφέροντος το οποίο θίγεται από την κατασκευή του αιολικού πάρκου. Σε κάθε περίπτωση, η διάκριση αυτή είναι καταχρηστική, εμποδίζοντας ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των ενεργών πολιτών να συμμετάσχει στην διαδικασία της διαβούλευσης και να επηρεάσουν με την άποψη τους τη λήψη των αποφάσεων.
Η νομοθεσία, που ρυθμίζει την διαβούλευση αποδεικνύει τον κεντροκρατισμό, που την διέπει. Είναι ξεκάθαρη η αδυναμία της να ενισχύσει τη λήψη των αποφάσεων και τις διαδικασίες, που την ελέγχουν, στο διοικητικό επίπεδο, που πραγματοποιείται το έργο και δεν είναι άλλο από αυτό της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Η γνωμοδοτική δύναμη των ΟΤΑ και των επιμέρους οργάνων τους περιορίζεται μέσα στα πλαίσια μιας γραπτής φόρμας η οποία και μεταβιβάζεται στους φορείς υπεύθυνους για την αδειοδότηση των έργων. Πέραν του γεγονότος ότι η χρήση μιας τέτοιας φόρμας παραπέμπει περισσότερο σε υπεύθυνη δήλωση παρά σε αποτέλεσμα διαβούλευσης, δεν διασφαλίζει το βαθμό κατά τον οποίο αυτή θα συμπεριληφθεί στις τελικές αποφάσεις, όπως διαφαίνεται μέσα από την έκφραση ‘’δύναται να συνεκτιμηθεί’’. Από την άλλη πλευρά οι ΟΤΑ δεν συμπεριλαμβάνονται στη λίστα με τους γνωμοδοτικούς φορείς, σε καμία από τις κατηγοριοποιήσεις των αιολικών έργων Α1 και Α2. Ωστόσο, υπάρχει μια τέτοια πιθανότητα στην περίπτωση όπου η οικεία περιβαλλοντική αρχή, μέσω των κανονιστικών της διατάξεων, θα αποφανθεί ότι η γνώμη και άλλων γνωμοδοτικών οργάνων, πέραν των ήδη θεσπισμένων, θα μπορούσε να συμβάλει στη λήψη των αποφάσεων. Ακόμα όμως και σε αυτή την περίπτωση δεν διασφαλίζεται ότι θα είναι οι ΟΤΑ εκείνοι που θα αποτελούν τον πρόσθετο γνωμοδοτικό φορέα. 
Οι ενέργειες, που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία για την διαβούλευση, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική λειτουργία της. Εμμένουν σε πρακτικές, οι οποίες και ανεπιτυχείς είναι να ενημερώσουν, αλλά κυρίως να εγείρουν το ενδιαφέρον των πολιτών. Περιορίζονται μόνο στις σχετικές δημοσιεύσεις σε τοπικές ή εθνικές εφημερίδες και στις αντίστοιχες ηλεκτρονικές σελίδες της περιφέρειας και του ΥΠΕΝ. Δεν προβλέπει καμία άλλη δυναμική ενέργεια αφού το κόστος της διαδικασίας είναι αυτό που επιβάλει τους κανόνες του.
Ωστόσο, κρίσιμος παράγοντας για την αποτυχία της διαβούλευσης, όπως αυτή προβλέπεται από την εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας είναι το στάδιο κατά το οποίο αυτή ξεκινά να πραγματοποιείται. Το ενδιαφερόμενο κοινό αποκτά γνώση του έργου μόνο κατά τη φάση της αδειοδότησης του φακέλου της ΜΠΕ. Το έργο λοιπόν, έχει αποκτήσει ήδη Άδεια Παραγωγής από τη ΡΑΕ. Αυτό σημαίνει ότι όλα εκείνα τα στοιχεία του έργου, που θα μπορούσαν να επιφέρουν αντιδράσεις π.χ. η ίδια η τοποθεσία του έργου, δεν μπορούν να αλλάξουν. Οι πολίτες καλούνται να διαμορφώσουν άποψη για ένα ήδη προδιαγεγραμμένο έργο χωρίς να τους έχει δοθεί η δυνατότητα εξ αρχής να αποφασίσουν για αυτό. Είναι γνωστό όμως, ότι ο συμμετοχικός σχεδιασμός στην pre-planning φάση του έργου είναι απόλυτα αναγκαίος για την διασφάλιση της επιτυχίας του. Στην Ελλάδα οι πολίτες δεν έχουν αυτό το δικαίωμα αποδεικνύοντας για ακόμη μία φορά τον κεντροκρατισμό, που χαρακτηρίζει τη λήψη των αποφάσεων στην Ελλάδα. 
Κεντροκρατισμός και διαβούλευση, όμως δεν μπορούν να συμπορευθούν. Οι πολίτες αισθάνονται έρμαιοι των εξελίξεων, ανίκανοι να αποφασίσουν για το ίδιο τους τον τόπο. Παράλληλά, ενισχύεται η αίσθηση της αναξιοπιστίας και της δυσπιστίας απέναντι στο κράτος και τους φορείς του έργου και όχι αδικαιολόγητα. Από τη μια πλευρά το κράτος συμπεριφέρεται ως ‘’σερίφης’’, που ασκεί την εξουσία του κατά το δοκούν και από την άλλη ο φορέας του έργου δεν εμπλέκεται ποτέ με τις τοπικές κοινωνίες, μια ελευθερία που του παραχωρείται από την ισχύουσα νομοθεσία.
Εάν σκοπός της νομοθεσίας, που αφορά την διαβούλευση, είναι να περιορίσει τις αντιδράσεις και να ενισχύσει την διαύγεια των μηχανισμών της περιβαλλοντικής αδειοδότησης μάλλον δεν τα καταφέρνει σε ικανοποιητικό βαθμό. Αυτό, που επιτυγχάνεται μέσα από την εφαρμογή της νομοθεσίας είναι η αύξηση των τοπικών αντιδράσεων απέναντι στα αιολικά έργα, με πολλά παραδείγματα να το αποδεικνύουν ανά τη επικράτεια με το πιο πρόσφατο εκείνο της περίπτωσης των Αγράφων. 
Μια άλλη έκφανση των επιπτώσεων, που δημιουργεί η συγκεκριμένη νομοθεσία εδράζεται στο γεγονός ότι η οργανωμένη αντίδραση στα έργα μπορεί να αυξήσει το ρίσκο για τις ξένες επενδύσεις, που αφορούν τον τομέα των ΑΠΕ, οπότε το κράτος χάνει διπλά. Από τη μία πλευρά δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί τις οργανωμένες αντιδράσεις και από την άλλη η αδυναμία του αυτή μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη για επενδύσεις στην αιολική ενέργεια. Αυτό διαφαίνεται και από την έκθεση της DiaCore (2016) η οποία ανέλυσε τους παράγοντες οι οποίοι αυξάνουν το ρίσκο για επένδυση σε έργα ΑΠΕ στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Η έκθεση τοποθετεί την κοινωνική αποδοχή των έργων (social acceptance) ως έναν από τους τρεις κύριους παράγοντες που μπορούν να επιφέρουν προβλήματα στις επενδύσεις, μετά το σχεδιασμό των πολιτικών που αφορούν τις ΑΠΕ (policy design) και τη χρηματοδότηση των έργων (DiaCore, 2016, p.113). 
Αυτό που διαφαίνεται πάντως από την υπάρχουσα νομοθεσία είναι η προσπάθεια του κράτους να περιορίσει τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στη λήψη των αποφάσεων προσφέροντας έμμεσες διασφαλίσεις στους εκάστοτε φορείς, ότι το έργο πάση θυσία θα γίνει.
Όλα τα παραπάνω αναπόφευκτα οδηγούν στην διαμόρφωση επιμέρους ερωτημάτων και με αυτά ολοκληρώνεται το άρθρο.
Τα ερωτήματα αυτά διαποτισμένα με μια δόση ‘’αφέλειας’’ αφορούν το γιατί η Ελλάδα έχει ανάγκη από τέτοιου είδους επενδύσεις. Για ποίον τελικά λειτουργεί το κράτος; Τί νόημα μπορούν να έχουν έργα τόσο αποτυχημένα μιας και δεν έχουν εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου, την διαύγεια των διαδικασιών, την διασφάλιση της συμμετοχής του στο σχεδιασμό και την διαβούλευση, διατύπωση που έχει υποστηριχθεί μέσα από την διεθνή βιβλιογραφία (π.χ. Devine-Wright, 2005; Holburn, Lui and Morand, 2010; Warren et al, 2005; McLaren Loring, 2007; Walker and Baxter, 2017).  
Όσο οι αρμόδιοι δεν αντιλαμβάνονται τη σημασία της διαβούλευσης και της ανάγκης αναδιάρθρωσής της από τα θεμέλια της, θα είναι καταδικασμένοι να αδειοδοτούν έργα αποτυχημένα κοινωνικά. Από τη στιγμή, που το τοπικό επίπεδο διακυβέρνησης δεν έχει λόγο για τα έργα που αφορούν την επικράτειά του τα έργα αυτά, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι μπορούν να είναι αποτυχημένα περιβαλλοντικά, τεχνικά, πολιτισμικά και οικονομικά. 
Τουλάχιστον, αυτή είναι η αίσθηση ή καλύτερα η πεποίθηση που δημιουργεί η εφαρμογή της παρούσας νομοθεσίας που τελικά αποτυγχάνει παταγωδώς να επιτύχει αυτό για το οποίο θεσπίστηκε. Ή μήπως όχι;

Πηγή:energypress.gr

Εγγραφή Είσοδος
Υπενθύμηση κωδικού
Εγγραφή Είσοδος
Θα σας αποσταλεί μήνυμα στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για την ενεργοποίηση της εγγραφής.
Εγγραφή Είσοδος
Έγγραφή