Μια βασική προϋπόθεση για επενδύσεις στην εγχώρια ενεργειακή αγορά
Ας επισημάνουμε εκ νέου τα βασικά και αυτονόητα, τώρα που βιώνουμε ένα κύμα αισιοδοξίας (ελπίζω όχι μελλοντικώς ανεκπλήρωτης) για την επανάκαμψη ενός υγιούς επενδυτικού κλίματος (και) στην εγχώρια ενεργειακή αγορά: Επενδύσεις δεν πραγματοποιούνται, αν δεν υφίσταται ασφάλεια δικαίου και αν τα νομοθετικώς και συμβατικώς προβλεπόμενα δεν εφαρμόζονται, πολλώ μάλλον αναιρούνται αναδρομικώς.
Αφορμή για την υπόμνηση της προαναφερθείσας, εν Ελλάδι δυστυχώς όχι αυτονόητης, επισήμανσης απετέλεσε η ενασχόληση με δεδομένα που ετέθησαν υπόψη μου από πλείστους ηλεκτροπαραγωγούς, συμβατικούς και, κυρίως από ΑΠΕ, για τις δικαστικές τους διαμάχες με συμβατικούς τους (θεσμικούς) αντισυμβαλλόμενους, κατά κύριο λόγο τον ΔΑΠΕΕΠ (πρώην ΛΑΓΗΕ), δευτερευόντως δε τον ΔΕΔΔΗΕ (στο μη διασυνδεδεμένο δίκτυο), σε σχέση με την τήρηση σαφών, ρητά καταγεγραμμένων συμβατικών υποχρεώσεων των τελευταίων. Όλως ενδεικτική επ’ αυτού είναι η περίπτωση των οφειλομένων στους παραγωγούς ΑΠΕ τόκων υπερημερίας για (κατά κανόνα επί μακρόν, εν σχέσει με τις υφιστάμενες συμβατικές υποχρεώσεις των Διαχειριστών) καθυστερούμενες εξοφλήσεις των τιμολογίων τους για την απορροφηθείσα ενέργεια που παράγουν οι σταθμοί τους.
Ας εκκινήσουμε κατ΄αρχάς από το ίδιο το κείμενο συμβατικό πλαίσιο, ήτοι τη σαφή διάταξη του άρθρου 12 των συμβάσεων των παραγωγών ΑΠΕ (όπου ΔΕΣΜΗΕ, δείτε το διάδοχό του ΛΑΓΗΕ (νυν ΔΑΠΠΕΠ) ή τον ΔΕΔΔΗΕ στα ΜΔΝ): «1. Ο υπολογισμός του τιμήματος της ηλεκτρικής ενέργειας που εγχύθηκε στο Σύστημα ή το Διασυνδεδεμένο Δίκτυο και απορροφήθηκε από αυτό γίνεται από τον ΔΕΣΜΗΕ σύμφωνα με τον Κώδικα Διαχείρισης του Συστήματος και Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας … και τη λοιπή κείμενη νομοθεσία. … Το τιμολόγιο αποστέλλεται στον ΔΕΣΜΗΕ για εξόφληση και είναι πληρωτέο μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την κατάθεσή του στο ΔΕΣΜΗΕ. 2. Η εξόφληση του τιμολογίου του Παραγωγού γίνεται μέσα στην προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου, ακόμη και αν υπάρχουν αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις από οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη όσον αφορά την ακρίβεια του λογαριασμού. Το συμβαλλόμενο μέρος που έχει αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις τις γνωστοποιεί αμελλητί στο άλλο μέρος… 3. Σε περίπτωση καθυστέρησης της εξόφλησης λογαριασμού ή τιμολογίου πέραν της προθεσμίας της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, ο ΔΕΣΜΗΕ οφείλει να πληρώσει στον Παραγωγό και τόκο υπερημερίας επί του οφειλομένου ποσού, από την επομένη της λήξης της προθεσμίας εξόφλησης και χωρίς άλλη ειδοποίηση».
Να επισημάνω εισαγωγικώς ότι η σχετική ρητή πρόβλεψη της σύμβασης γίνεται εκ περισσού, καθότι η υποχρέωση καταβολής τόκων επί υπερημερίας του οφειλέτη υφίσταται ούτως ή άλλως δυνάμει διατάξεων του Αστικού μας Κώδικα αλλά και δομικών αρχών του εν γένει αστικού μας δικαίου. Ενόψει τούτου, ας είναι ενήμεροι και οι όποιοι εμπνευστές της –προφανώς όχι τυχαίας - πρωτοβουλίας να απαλειφθούν οι αντίστοιχες ρητές συμβατικές πρόνοιες από τις νεότερες συμβάσεις στις οποίες καλούνται να προσχωρήσουν οι παραγωγοί ΑΠΕ, ότι τούτη (η έμπνευση) είναι νομικώς αλυσιτελής: τόκοι υπερημερίας οφείλονται ούτως ή άλλως, με ή χωρίς ρητή συμβατική πρόβλεψη, επί καθυστερούμενων εξοφλήσεων των τιμολογίων, γεγονός που ισχύει για κάθε εμπορική συναλλαγή.
Εν πάση περιπτώσει, αναρωτιέται κανείς, θα μπορούσε άραγε να θεσπισθεί σαφέστερη συμβατική πρόβλεψη θεσπίζουσα την υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας σε περίπτωση καθυστερήσεως εξόφλησης των τιμολογίων των παραγωγών; Το ερώτημα μάλλον ρητορικό, η δε απάντηση που δίδει, όχι ο πρωτοετής φοιτητής μας στη νομική επιστήμη, αλλά και ο έχων κάνει τα πρώτα του βήματα εξοικείωσης με την ελληνική γλώσσα μαθητής είναι προφανώς αρνητική. Εντούτοις και παρά τα συμβατικώς ρητά προβλεπόμενα, τόκοι δεν καταβάλλονται, οι δε παραγωγοί υποχρεούνται ως εκ τούτου να τους διεκδικήσουν δικαστικώς.
Τούτο δεν θεωρείται, εικάζω, επαρκής ταλαιπωρία των παραγωγών, αντιθέτως ο προσεγγίζων εαυτόν ως «αντίδικος» Διαχειριστής τους επιφυλάσσει και έτερες: εσχάτως λ.χ. ο αρμόδιος Διαχειριστής επέλεξε να μην συμμορφωθεί εκουσίως με δικαστική απόφαση που επιδικάζει τόκους υπερημερίας σε παραγωγό ΑΠΕ εξωθώντας τον τελευταίο να προβεί σε κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων του Διαχειριστή για να τύχει της στοιχειώδους εννόμου προστασίας και να γίνει κατ’ ουσίαν σεβαστή η νομιμότητα. Ερωτήθηκα επισταμένως για το κατά πόσο αυτή η συμπεριφορά στοιχειοθετεί ακόμη και ατομικές νομικές ευθύνες συγκεκριμένων προσώπων που λαμβάνουν τις εν λόγω αποφάσεις. Προσωπικά - τούτο προφανώς δεν δεσμεύει τον εκάστοτε εντολέα - είμαι δομικά αντίθετος στην προσωποποίηση θεμάτων με θεσμική διάσταση. Επαρκή ψόγο κατ΄εμέ συνιστά το ίδιο το θεσμικό ατόπημα της υιοθέτησης μιας συμπεριφοράς, την οποία μάλλον θα δίσταζε να υιοθετήσει και ο οιοσδήποτε απλός, ουχί περιβεβλημένος με θεσμική ιδιότητα, δύστροπος και κακόβουλος ιδιώτης οφειλέτης.
Δεν είναι διανοητικά ενδιαφέρον να αναπαραχθούν εδώ τα «επιχειρήματα» που υιοθετούνται από τον αρμόδιο Διαχειριστή στα δικόγραφά του στις εν λόγω δικαστικές διαμάχες. Για να το θέσει κανείς κομψά, ας λεχθεί απλώς ότι δεν συνάδουν με τις αναμονές που απορρέουν από τον θεσμικό του ρόλο και ενίοτε ξεπερνούν κάθε φαντασία. Δεν αναφέρομαι στην επιστημονική τους διάσταση -αυτή είναι κατ΄ελάχιστον αίολη -, αλλά, κυρίως, στην πραγματολογική τους τεκμηρίωση και στρεψοδικία, η οποία θα άρμοζε μάλλον σε χαμηλής αισθητικής δικολάβο, ο οποίος δυστυχώς τελεί εν αγνοία των απορρεόντων από τον θεσμικό του ρόλο ορίων. Δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να αποτιμηθεί επιχειρηματολογία κυρίως περιστρεφόμενη γύρω από την αμφισβήτηση της χρονικής στιγμής που ένας θεσμικός φορέας παρέλαβε τα τιμολόγια που εν τέλει...πλήρωσε. Ας το διακόψουμε εδώ, θα έλεγα εντούτοις ότι καλό είναι μην προκληθώ με ανώνυμες διαρροές «κύκλων» και διαψεύσεις επί του θέματος, όταν εγώ μιλώ επωνύμως, καθότι τα δικόγραφα μιλούν από μόνα τους.
Αν το ζήτημα ολοκληρώνετο εδώ, θα μπορούσε κανείς ενδεχομένως να θλιβεί μεν, να μην ανησυχήσει όμως σφόδρα δε, ευελπιστώντας ότι, έστω στο τέλος, θα βρεθούν δικαστές που δεν θα επιτρέψουν, το εν Ελλάδι ισχύον Δίκαιο να ξαναγραφεί από την αρχή, συναισθανόμενοι το τί τούτο θα σημαίνει για το Κράτος Δικαίου στη χώρα αλλά και μια τόσο ευαίσθητη αγορά, ως η ενεργειακή, η οποία δεν μπορεί να πορευθεί στοιχειωδώς χωρίς την τήρηση των συμπεφωνημένων. Κατ΄ αυτή την έννοια, πρέπει να συγχαρούμε και εκείνους τους Δικαστές, οι οποίοι αυτό, που δεν αντιλαμβάνεται η Πολιτεία και τα θεσμικά της όργανα, της το υπενθυμίζουν και δείχνουν ανάστημα, αντιλαμβανόμενοι ότι με την τήρηση της ασφάλειας δικαίου μακροπρόθεσμα κανένα κράτος και καμία αγορά δεν έχασε, αντιθέτως δίδονται ερείσματα για πιο ορθόδοξες και δικαιοκρατικά συμβατές λύσεις στα ανακύπτοντα θέματα. Το να «ανησυχούν» δε θεσμικοί εκπρόσωποι της αγοράς, ως πληροφορούμαι, ότι μια είδηση για θετικές δικαστικές αποφάσεις που επιδικάζουν τόκους υπερημερίας θα ... παρακινήσει και έτερους παραγωγούς ΑΠΕ στο να μην απεμπολήσουν νομικά και συμβατικά τους δικαιώματα, με υπερβαίνει. Αυτά στη χώρα του διακηρυγμένου εθνικού στόχου της “πράσινης ανάπτυξης” και της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής ηχούν στην καλύτερα των περιπτώσεων αντιφατικά, αλλά και θεσμικά παράταιρα.
Δυστυχώς, το ζήτημα καθίσταται δομικά χειρότερο και ρυθμιστικά επικίνδυνο όταν, στη βάση της παραδοχής (άραγε πόθεν προκύπτει αυτή;), ότι δεν θα διεκδικήσουν τα σχετικά τους συμβατικά δικαιώματα οι ηλεκτροπαραγωγοί ή ότι με κάποιο εν πάση περιπτώσει τρόπο θα καταστούν “κενό γράμμα” ρητές συμβατικές διατάξεις, δομούνται σενάρια φανταστικών “υπερπλεονασμάτων”, όπως στην περίπτωση του ΕΛΑΠΕ. Κατ’ αρχάς εδώ τίθενται εύλογα ερωτήματα: Αν ο ΕΛΑΠΕ είναι πλεονασματικός όντως, γιατί δεν εξοφλούνται άραγε οι παραγωγοί ΑΠΕ εγκαίρως (το αυτό οφείλει να ισχύει προφανώς και για κάθε ηλεκτροπαραγωγό); Υφίσταται άραγε δομική σύγχυση στην περιρρέουσα ρητορεία περί “πλεονασμάτων” μεταξύ λογιστικής και χρηματορροϊκής διάστασης της θέσης του ΕΛΑΠΕ; Είναι δε, τέλος, δυνατόν να φαντασιώνεται κανείς “πλεονάσματα” στη βάση αθέτησης των συμβατικών του υποχρεώσεων; Μα αν κάποιος δεν τηρεί τις συμβατικές του υποχρεώσεις, προφανώς και δύναται ευχερώς να καταστεί “πλεονασματικός”: Αν δεν καταβάλλουμε στους οφειλέτες μας αυτά που ρητές συμβατικές μας δεσμεύσεις μας επιβάλλουν, όλοι «πλεονάσματα» θα είχαμε.
Το ουσιαστικό ερώτημα είναι συνεπώς κατά πόσο επιθυμεί κανείς μια ενεργειακή αγορά, η οποία προσπαθεί να βρεί θέση ισορροπίας μέσω της υιοθέτησης προσεγγίσεων που θα ήταν απαγορευτικές ακόμη και για το τελευταίο νοικοκυριό. Ας μου συγχωρεθεί να πω πώς προφανώς τούτο δεν είναι ούτε ευκταίο, αλλά ούτε και μακροπρόθεσμα εφικτό. Ζητείται συνεπώς ειλικρίνεια και μια πιο μακροπρόθεσμη ματιά αλλά και συναίσθηση ευθύνης από όλους.
Θεωρώ χρέος του υπεύθυνου επιστημονικού λόγου τα παραπάνω να αναδεικνύονται χωρίς περιστροφές. Όπως πολλάκις έχει επισημανθεί, στο αναδιαμορφούμενο τοπίο της εγχώριας αγοράς ενέργειας μόνο η απαρέγκλιτη τήρηση σαφών κανόνων και των συμβατικώς συμπεφωνημένων διασφαλίζει μακροπρόθεσμα συνθήκες επενδυτικής ασφάλειας. Η σχεδόν καθημερινή μας επαφή με ξένους θεσμικούς επενδυτές είναι άκρως διδακτική για το γεγονός ότι οι δομικές διερωτήσεις τους στο πλαίσιο διερεύνησης της προοπτικής επένδυσης στην ελληνική ενεργειακή αγορά συνίστανται πρωταρχικά α) στο κατά πόσο αυτά που γράφουν οι υπογραφόμενες συμβάσεις λαμβάνονται υπόψη και εφαρμόζονται και β) στο κατά πόσο μπορεί να αποκλεισθούν για το μέλλον και νέες αναδρομικές αλλαγές των όρων του παιχνιδιού κατά το πρότυπο δικαιοκρατικά παθογενών παραδειγμάτων του παρελθόντος.
Εντούτοις, η μάλλον επαρκής γνώση της εγχώριας ενεργειακής αγοράς μου επιτρέπει να είμαι σίγουρος ότι κάποιοι, ως μη όφειλαν, θα ενοχλούνται από τις εν προκειμένω καταγραφόμενες επισημάνσεις. Κάποιοι μάλιστα είναι και κάτοχοι θεσμικών αξιωμάτων, για τους οποίους η τήρηση των όσων εδώ επισημαίνονται θα έπρεπε να είναι το πρώτιστο μέλημα, και προφανώς όχι αιτία ενόχλησης. Σε αυτούς θα πρότεινα να μείνουν στην ουσία των εδώ γραφομένων και να αποστούν από ελαφρώς γραφικές προσωποποιήσεις των θεμάτων ή βολικές γι’ αυτούς παρερμηνείες, στις οποίες, ως πληροφορούμαι, προβαίνουν.
Εξάλλου, οι νομικοί σύμβουλοι έχουν εντολείς, οι οποίοι έχουν αντιδίκους. Αν οι τελευταίοι ενοχλούνται, ας αναζητήσουν τους εντολείς, όχι τους νομικούς τους συμβούλους. Αφήστε που η «ενόχληση» μάλλον χαρά προξενεί στους νομικούς συμβούλους, καθότι το αντίστροφο θα έπρεπε να τους προβληματίζει: να τους “συμπαθούν” οι αντίδικοι των εντολέων τους. Οι ενοχλούμενοι ας δεχθούν συνεπώς μια με κάθε συστολή διατυπωνόμενη παραίνεσή μου: η ταύτιση με παθογένειες και εκ ρυθμιστικής επόψεως άτοπα αφηγήματα μακροπρόθεσμα δεν συνιστά ευφυή ούτε αναγκαία τακτική για κανένα, ούτε καν σε προσωπικό επίπεδο. Η προβληματική είναι θεσμική, και το διακύβευμα της ανάπτυξης μιας υγιούς ενεργειακής αγοράς επίσης.
Πηγή:energypress.gr