Απανθρακοποίηση μέσω ενεργειακής απόδοσης: η βιομηχανία στη θέση του οδηγού
Οι κυβερνητικές εξαγγελίες των τελευταίων ημερών, για την επίτευξη των στόχων σχετικά με το κλίμα και τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, όπως αυτοί έχουν ήδη τεθεί σε ευρωπαϊκό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, δημιουργούν συγκρατημένη αισιοδοξία για την επόμενη ενεργειακή ημέρα και στη χώρα μας.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο βιομηχανικός κλάδος στην Ελλάδα θα κληθεί αργά ή γρήγορα να διαδραματίσει κομβικό ρόλο. Και τούτο, διότι δεν συνιστά μόνο τον πλουτοπαραγωγικό κλάδο που μπορεί να συνδράμει στην οικονομική αναδιάρθρωση της χώρας, αλλά τον παράγοντα εκείνο της αγοράς που μπορεί να δώσει την απαραίτητη ώθηση στην προσπάθεια μείωσης των εκπομπών διοξειδίου άνθρακα και να συμβάλλει ουσιαστικά στην πραγμάτωση της ενεργειακής μετάβασης· ειδικότερα, αν ληφθεί υπόψη πως τα πέντε βασικά βιομηχανικά υλικά (σίδηρο, τσιμέντο, πλαστικό- και άλλα χημικά-, χαρτί και αλουμίνιο) είναι υπεύθυνα για την έκλυση άνω του 20% των συνολικών ετήσιων εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα στην Ευρώπη, η βιομηχανία καλείται να ανταποκριθεί πρό των ευθυνών της.
Οι εκπομπές αυτές με τα κατάλληλα εργαλεία και τις σωστές νομοθετικές πρωτοβουλίες μπορούν να μειωθούν έως και 60% μέχρι το 2040, προσεγγίζοντας μηδενικές τιμές έως το 2050. Προκειμένου να συμβεί, όμως, αυτό θα πρέπει να συντονιστούν διαφορετικά ρυθμιστικά πλαίσια και να εφαρμοσθούν νέες μέθοδοι ενεργειακής απόδοσης συνδυασμένοι με καινοτόμες τεχνολογίες και εργαλεία της αγοράς.
Η έννοια της ενεργειακής απόδοσης, βασικός πυλώνας της Στρατηγικής για τη νέα Ενεργειακή Ένωση, έχει αναδειχθεί σε καίριο παράγοντα για την επίτευξη μια σειράς από στόχους, όπως η βελτίωση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας και βιωσιμότητας σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα καθώς και η μείωση της ενεργειακής εξάρτησης.
Η προσφάτως ψηφισθείσα Οδηγία σχετικά με την Ενεργειακή Απόδοση (Οδηγία 2018/2002/EE, η οποία τροποποιεί την προγενέστερη Οδηγία 2012/27/EE), αποτελεί το βασικό κείμενο της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας, με την οποία επιβάλλονται δεσμευτικά μέτρα στα Κράτη Μέλη, ώστε τα τελευταία να επιτύχουν τους στόχους που τέθηκαν στα πλαίσια διεθνών συμφωνιών, όπως η Συμφωνία του Παρισίου του 2015 για το Κλίμα και η Συμφωνία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Κλίμα και την Ενεργειακή Πολιτική για το 2030.
Κατά την πρόσφατη υιοθέτηση της σχετικής Οδηγίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει διαπιστωθεί οτι δεν πραγματοποιείται καμία ειδική αναφορά στον τομέα της βιομηχανίας, παρότι ο τελευταίος εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο αυτής.
Ειδικότερα, κάποια άρθρα της εν λόγω Οδηγίας (όπως τα άρθρα 7,8 και 14) αν και συμπεριλαμβάνουν ρυθμίσεις για την επίτευξη αποτελεσμάτων και στον κλάδο της βιομηχανίας, εντούτοις δεν έχουν θεσπισθεί ειδικώς με γνώμονα τα συγκεκριμένα τεχνικά χαρακτηριστικά των βιομηχανικών δραστηριοτήτων. Την ίδια στιγμή, στο πλαίσιο των εθνικών σχεδίων δράσης για την ενεργειακή απόδοση (άρθρο 24 § 2 της Οδηγίας για την Ενεργειακή Απόδοση), τα Κράτη Μέλη έχουν τη διακριτική ευχέρεια να εφαρμόσουν ειδικά σχεδιασμένα μέτρα και να θέσουν στόχους, προσαρμοσμένους στις ανάγκες της εσωτερικής ενεργειακής αγοράς. Ως εκ τούτου, υποστηρίζεται σθεναρά ότι κατά την μεταφορά της ως άνω Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να υπάρξουν ειδικότερες ρυθμίσεις σε σχέση με το εν λόγω κλάδο. Και αυτό διότι, παρά την μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης που έχει παρατηρηθεί τα τελευταία έτη, ο κλάδος της βιομηχανίας εξακολουθεί να είναι ο πιο απαιτητικός καταναλωτής ενέργειας («the most energy intensive sector») στην Ευρώπη.
Δεδομένης λοιπόν, της έλλειψης ενός ειδικού νομοθετήματος σχετικού με την ενεργειακή απόδοση στην βιομηχανία (σε αντίθεση π.χ. με την ειδικότερη Οδηγία 2018/844/ΕΕ, για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων), θα πρέπει κατά την μεταφορά της Οδηγίας 2018/2002/ΕΕ να αντιμετωπισθεί η ακόλουθη πρόκληση: να θεσπισθεί ένα ειδικό ρυθμιστικό πλαίσιο για την επίτευξη ενεργειακής απόδοσης στη βιομηχανία μέσα από την επένδυση σε νέες τεχνολογίες, χωρίς να παραβλέπονται, όμως, οι έννοιες της εγχώριας ανταγωνιστικότητας και της βιώσιμης παραγωγής. Το εν λόγω πλαίσιο, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ειδικότερες τεχνικές ανάγκες του βιομηχανικού κλάδου αλλά και τις βέλτιστες πρακτικές από τον χώρο της τεχνολογίας, όπως αυτές εφαρμόζονται ήδη σε άλλα κράτη της Ευρώπης και να μεταφέρει αυτές αντιστοίχως στην εσωτερική πραγματικότητα.
Με βάση την παραπάνω διαπίστωση, μια σειρά από προτάσεις για την επίτευξη των στόχων ενεργειακής απόδοσης στη βιομηχανία, οι οποίες θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν σε ένα αντίστοιχο ειδικό ρυθμιστικό πλαίσιο είναι οι ακόλουθες:
- Η πλειοψηφία των εκπομπών συνδέονται με την υπερβολικά μεγάλη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας η οποία προέρχεται από συμβατικούς ρυπογόνους σταθμούς παραγωγής (π.χ. λιγνίτη). Ένα μέρος της ενέργειας αυτής μπορεί να προέρχεται από ανανεώσιμους σταθμούς ενέργειας οι οποίοι θα έχουν τη δυνατότητα να συνδέονται απευθείας με την ίδια την βιομηχανική μονάδα και να τροφοδοτούν αποκλειστικά αυτή, παρέχοντας μάλιστα στο δίκτυο τυχόν περίσσευμα αυτής. Ενδεικτικά για την παραγωγή χάλυβα, έχει ήδη υπολογισθεί, πως η συμπερίληψη μονάδων παραγωγής ενέργειας από υδρογόνο, ως εναλλακτική μορφή ενέργειας, δύναται να μειώσει τις εκπομπές που παραδοσιακά εκλύονται, από 44% έως 64%. Σε αυτή τη βάση μια σειρά από μέτρα οικονομικής ενίσχυσης ή ελάφρυνσης θα λειτουργούσαν επιβοηθητικά, για βιομηχανικές μονάδες που υιοθετούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών τους, με περισσότερη έμφαση και κίνητρα βεβαίως στις πιο απαιτητικά ενεργειακές. Τα κίνητρα αυτά θα μπορούσαν να λειτουργήσουν επιβοηθητικά για τις βιομηχανίες, οι οποίες επί του παρόντος καλούνται να αγοράσουν –σε ασύμφορη, λόγω των συνθηκών λειτουργίας της ενεργειακής αγοράς, τιμή- ηλεκτρική ενέργεια από τους παραδοσιακούς παρόχους, και επί του παρόντος δεν συμβάλλουν στις προσπάθειες για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
- Η χρήση προηγμένων ψηφιακών ενεργειακών λύσεων έχει δημιουργήσει μια σειρά απο τεχνολογικές δυνατότητες και εργαλεία αγοράς σχετικά με τη βελτίωση της διαχείρισης της ενέργειας που μια βιομηχανική μονάδα καταναλώνει. Συγκεκριμένα, εκμεταλλευόμενοι την ψηφιοποίηση των δεδομένων και την διαχείριση τους σε πραγματικό χρόνο, με τη χρήση τεχνολογιών όπως η τεχνητή νοημοσύνη (AI) και to IoT, μπορεί να επιτευχθεί μια σημαντική βελτιστοποίηση στην τελική κατανάλωση ενέργειας, καθώς πραγματοποιείται σε πραγματικό χρόνο λήψη αλλά και αξιολόγηση δεδομένων, συνθήκη που μπορει να επιτρέψει τη λήψη χιλιάδων αποφάσεων ανα δευτερόλεπτο. Έτσι, μέσα από τη δημιουργία ενεργειακών clouds, μπορούν να δημιουργηθούν προσαρμοσμένες λύσεις σύμφωνα με τις ανάγκες της εκάστοτε βιομηχανικής μονάδας που θα οδηγήσει σε μείωση της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης. Στην ίδια λογική, μέσω υπηρεσιών Διαχείρισης ευελιξίας (Flexibility Management), δίνεται η δυνατότητα να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή «επιστροφή» από τη σχέση παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας. Συμμετέχοντας σε μηχανισμούς χωρητικότητας και άλλες βοηθητικές υπηρεσίες, οι βιομηχανικές ενεργειακές ανάγκες μπορούν να μειωθούν σημαντικά, αφού τα δεδομένα με τα οποία «δουλεύει» η εκάστοτε μονάδα θα αξιοποιούνται από την σκοπιά της τελικής κατανάλωσης, κάνοντας χρήση ΑΙ εφαρμογών, ούτως ώστε, χάρη στις τελευταίες, να υπάρξουν αντίστοιχες εκτιμήσεις: όπως, για παράδειγμα, ποια χρονική περίοδο της ημέρας η μονάδα απαιτεί περισσότερη ενέργεια, ή πότε μία μονάδα έχει τη δυνατότητα να αποθηκεύσει τυχόν πλεόνασμα ενέργειας σε μικρότερο κόστος εκμεταλλευόμενοι προηγμένα συστήματα αποθήκευσης.
- Mέτρα ενίσχυσης που αφορούν τη δέσμευση και αποθήκευση ή επαναχρησιμοποίηση του ίδιου του εκπεμπόμενου άνθρακα, ως μέσο για τη μείωση των σχετικών εκπομπών (Carbon capture and storage or usage (CCS/CCU)). Σύγχρονες τεχνολογικές λύσεις, επιτρέπουν τη συλλογή του διοξειδίου του άνθρακα, ούτως ώστε ο τελευταίος να μπορεί, είτε να περιοριστεί στο υπέδαφος (αποθήκευση/CCS), είτε να επαναχρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη τροφοδοσίας (CCU). Με την αξιοποίηση της εν λόγω δυνατότητας, μπορούν να αντιμετωπισθούν εκπομπές που δεν θα μειώνονταν με οποιοδήποτε άλλο μέσο. Ειδικότερα, αν ληφθεί υπόψη πως οι δαπάνες επενδύσεων κεφαλαίου οι οποίες περιλαμβάνουν άλλα μέτρα για την μείωση του άνθρακα είναι περισσότερο δαπανηρές απο την εφαρμογή ενός συστήματος δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα, η τελευταία θα μπορούσε να είναι μια ιδιαίτερα επωφελής εναλλακτική στην προσπάθεια βιομηχανικής απανθρακοποίησης.
- Ιδιαίτερης αποτελεσματικότητας θα μπορούσε να αποδειχθεί και η εφαρμογή της κυκλικότητας (Circularity) και της μειωμένης ζήτησης πρωτογενούς ενέργειας. Κατόπιν συλλογής και επεξεργασίας υποπροϊόντων και αποβλήτων βιομηχανικών διεργασιών, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα μπορούσαν να μειωθούν σημαντικά σε σύγκριση με την επεξεργασία «παρθένων»/πρωτογενών υλικών. Πράγματι, με την χρήση δευτερογενών προϊόντων χάλυβα αλλά και αλουμινίου, μπορούν να παραχθούν προϊόντα υψηλής ποιότητας, επιτυγχάνοντας έως και 90% λιγότερες εκπομπές. Σύμφωνα με μετρήσεις, με το σενάριο της Κυκλικότητας (μέσω της ανακαίνισης, ανακατασκευής,ή/και ανακύκλωσης πρωτογενούς βιομηχανικού υλικού), οι εν λόγω εκπομπές διοξειδίου θα μπορούσαν να μειωθούν κατα μέσο όρο από 20% έως και 50%.
Είναι δεδομένο ότι η ελληνική αγορά χρειάζεται χρόνο για να αφομοιώσει τις αλλαγές που συντελούνται στο ενεργειακό τοπίο, να ξεπεράσει τις στρεβλώσεις που προκλήθηκαν τα τελευταία χρόνια κατά το άνοιγμα της ηλεκτρικής αγοράς και να πετύχει έναν σταθερό βηματισμό προς την κατεύθυνση της απολιγνιτοποίησης.
Αντίστοιχα, θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως απαιτούνται χρόνος και μια σειρά από ενέργειες προκειμένου διάφορες καινοτόμες τεχνολογίες να ενσωματωθούν εξορθολογισμένα στην ελληνική βιομηχανική και ενεργειακή αγορά. Σε κάθε περίπτωση όμως θα πρέπει πρωτίστως να υπάρξει αντίστοιχη πολιτική βούληση· σε αυτή την κατεύθυνση, ένα ενιαίο νομοθετικό πλαίσιο που θα εισηγείται μακροπρόθεσμη σταθερότητα στις φιλο-περιβαλλοντικές επενδύσεις, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα.
Η εφαρμογή διαφορετικών και μη συντονισμένων μεταξύ τους μηχανισμών και λύσεων είναι πιθανό να θέσει αξεπέραστα εμπόδια, ενώ τυχόν αλληλοκαλυπτόμενοι και αντιφατικοί νόμοι και κανόνες που θα θεσπίζονται κατά το δοκούν με την αλλαγή της εκάστοτε κυβερνήσεως, θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε δυσπιστία και συνακόλουθα σε μεγάλες χρονικές καθυστερήσεις για την επίτευξη των ως άνω στόχων.
Απο την πλευρά της ίδιας της βιομηχανίας, είναι αναμενόμενο, πως μέτρα που θα συμβάλλουν στην ενεργειακή απόδοση και στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου απαιτούν σημαντικές και κοστοβόρες αναβαθμίσεις στις εγκαταστάσεις (ειδικά για τον συνδυασμό ανανεώσιμων και βιομηχανικών μονάδων). Παρόλα αυτά, όπως προαναφέρθηκε, η διάρθρωση του κόστους τέτοιων επενδύσεων θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να αντιμετωπιστεί με οικονομικά/φορολογικά κίνητρα, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη πως μεγάλο μέρος των βιομηχανικών μονάδων θα πρέπει ούτως ή άλλως να αναθεωρήσουν σύντομα τον τρόπο λειτουργίας τους από τη στιγμή που νέα εργαλεία και ψηφιακές λύσεις θα ενσωματωθούν αποτελεσματικά στις γραμμές παραγωγής τους.
Συνοψίζοντας, είναι σημαντική η υιοθέτηση ενός συνεκτικού και σταθερού ρυθμιστικού πλαισίου που θα λαμβάνει ισότιμα υπόψη, αφενός την κλιματική αλλαγή και την ενεργειακή μετάβαση και αφετέρου την εγχώρια βιομηχανική πραγματικότητα. Η δημιουργία ενός τέτοιου πλαισίου σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές εξελίξεις και την τεχνογνωσία άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, προσαρμοσμένο, κατά το δυνατόν, στα δεδομένα της ελληνικής αγοράς, θα δημιουργήσουν ουσιωδώς τις προϋποθέσεις για την επίτευξη υψηλών στόχων ενεργειακής απόδοσης και στη βιομηχανία.
Αν μάλιστα, αναλογισθεί κανείς πως μόνο η βιομηχανία του χάλυβα, του τσιμέντου και των χημικών υλικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση εκπέμπουν ετησίως μισό δις τόνους διοξειδίου του άνθρακα, επιβάλλεται τα επόμενα βήματα να είναι άμεσα, συντονισμένα και αποτελεσματικά.
Πηγή:energypress.gr