Η Αλλαγή του Ενεργειακού Μίγματος Προσφέρει Ευκαιρίες Αλλά θα Δημιουργήσει Σοβαρά Προβλήματα στην Αυτάρκεια και Ευστάθεια του Συστήματος
Η πρόσφατη ανακοίνωση του πρωθυπουργού για τον τερματισμό της χρήσης λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή μέχρι το 2028, απόφαση η οποία και έχει αποτυπωθεί στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), δημιουργεί νέα δεδομένα για την αναδιάταξη του ενεργειακού μίγματος όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην ευρύτερη περιφέρεια των Βαλκανίων. Σύμφωνα με τους αναθεωρημένους στόχους του ΕΣΕΚ, προβλέπεται μια ογκώδης διείσδυση των ΑΠΕ στο μίγμα ηλεκτρισμού της χώρας που εκτιμάται ότι θα καλύψουν περίπου το 60,0% αυτού το 2030, από το περίπου 24% που αντιστοιχεί σήμερα, ενώ το ποσοστό των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα της Ελλάδας εκτιμάται ότι θα ανέλθει τουλάχιστον στο 35,0% αυτού, από το τρέχον επίπεδο του περίπου 16%. Επίσης, θα προϋποθέτει την εγκατάσταση 14,5 GW νέας εγκατεστημένης ισχύος αιολικών και φωτοβολταϊκών μονάδων, από τα 5,5 GW που είναι σήμερα.
Η ανωτέρω απόφαση σηματοδοτεί μια πλήρη ανατροπή των ισχυόντων μέχρι σήμερα, αφού προκειμένου να υλοποιηθεί αυτός ο υπερφιλόδοξος στόχος θα πρέπει από εδώ και εμπρός να εγκαθίστανται 1,4 GW νέων μονάδων ΑΠΕ τον χρόνο, μέχρι το 2030, από τα 300 MW που είναι ο σημερινός ρυθμός. Αυτή η ριζική αλλαγή ενεργειακού προσανατολισμού της χώρας με την ανάδειξη των ΑΠΕ ως της βασικής παραγωγικής μορφής ενέργειας, χωρίς να υπάρχει, όμως, η κατάλληλη προετοιμασία για την κατασκευή των εκτεταμένων νέων υποδομών σε δίκτυα που θα χρειασθούν, θα έχει τεράστιες επιπτώσεις σε πολλαπλά επίπεδα, ιδιαίτερα μάλιστα εάν ληφθεί υπόψη η «παράλογη», και όμως υπαρκτή, απόφαση της ΕΤΕπ να ξεκινήσει άμεσα την σταδιακή περιθωριοποίηση του φυσικού αερίου.
Για μια χώρα, όπως η Ελλάδα, που δεν διαθέτει μονάδες πυρηνικής ενέργειας (αν και θα όφειλε για λόγους ασφάλειας ενεργειακού εφοδιασμού και φορτίων βάσης που αυτές παρέχουν), η παύση κατανάλωσης λιγνίτη πολύ σύντομα και φυσικού αερίου λίγο αργότερα, θα την φέρει σε πολύ δυσχερή θέση μετά το 2030, αφού στην πράξη θα πρέπει να εξαρτάται από εισαγωγές ηλεκτρισμού από τις γειτονικές χώρες για να καλύψει τα φορτία βάσης, αφού οι ΑΠΕ, λόγω της φύσης τους, δεν θα είναι σε θέση να προσφέρουν ηλεκτρική ενέργεια σε συνεχή βάση. Εκτιμάται ότι από το σημερινό (υψηλό) επίπεδο εισαγωγών ηλεκτρισμού του 20% κατά μέσο όρο (στοιχεία των τελευταίων 12 μηνών), αυτές θα εκτιναχθούν στο 35%-40% μέχρι το 2030. Θα πρέπει παράλληλα να διευκολυνθεί με κάθε τρόπο η δημιουργία αποθηκευτικών συστημάτων τόσο μέσω νέων υδροηλεκτρικών και αντλησιοαποταμιευτικών συστημάτων όσο και με την εισαγωγή ηλεκτρικής αποθήκευσης σε μπαταρίες.
Πέρα από τις εκτενείς παρεμβάσεις που θα χρειασθούν για την επέκταση και αναβάθμιση του διασυνδεδεμένου δικτύου και την περαιτέρω ενίσχυση των διασυνδέσεων με τα νησιά, θα πρέπει να προβλεφθεί και αναβάθμιση όλων ανεξαιρέτως των διεθνών ηλεκτρικών διασυνδέσεων, ώστε να μπορεί η χώρα να αυξήσει τις εισαγωγές της αλλά και να είναι σε θέση να κάνει εξαγωγές «φθηνού» ηλεκτρισμού από ΑΠΕ, με την προϋπόθεση ότι μέσα στα επόμενα 10 χρόνια θα έχουν σταματήσει πλήρως οι πλουσιοπάροχες επιδοτήσεις στους αυτοπαραγωγούς. Διαφορετικά η χώρα θα φθάσει σε σημείο να μην αξιοποιεί το πλεόνασμα ηλεκτρισμού που αναπόφευκτα θα προκύπτει κατά διαστήματα. Ως γνωστό, ο ΑΔΜΗΕ εξετάζει μια δεύτερη διασύνδεση με την Βουλγαρία (ΚΥΤ Νέας Σάντας -Maritsa East), καθώς και την αναβάθμιση των διασυνδέσεων με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία (400 kV Μελίτη-Bitola), ενώ υπό μελέτη είναι η κατασκευή νέου υποβρυχίου καλωδίου με την Ιταλία (δυναμικότητας 2 GW), ώστε να αντικατασταθεί το σημερινό (500 MW), το οποίο εδώ και χρόνια παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα.
Η υλοποίηση των ανωτέρω διεθνών διασυνδέσεων θεωρείται όχι απλά χρήσιμη αλλά απόλυτα απαραίτητη για να εξασφαλισθεί η ηλεκτρική επάρκεια της χώρας (μέσω εισαγωγών), αφού θα έχουμε εν τω μεταξύ απαρνηθεί την «ακριβή» ασφάλεια των εγχώριων λιγνιτών και, ελέω των εταίρων μας στην Ευρώπη, την άνεση και ευελιξία που προσφέρει το φυσικό αέριο. Επιπλέον, θα πρέπει πολύ σύντομα να υπάρξει νομοθετική πρόβλεψη για την εγκατάσταση και λειτουργία μονάδων αποθήκευσης (μπαταρίες) ηλεκτρικής ενέργειας από ανεξάρτητους παραγωγούς, οι οποίες κρίνονται πλέον άκρως απαραίτητες για την επίτευξη ευστάθειας του όλου συστήματος, τόσο στην ενδοχώρα όσο και στα νησιά.
Πηγή:energia.gr