ECON -Economy, ecology, construction
ΔΟΜΗΣΗ

Στρατηγική εξοικονόμησης ενέργειας στα κτίρια έως το 2050

11-12-2019

Στρατηγική επιδίωξη της Κυβέρνησης έως το 2050 είναι να συμμετέχει αναλογικά στη δέσμευση για μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία σε επίπεδο ΕΕ και να συμβάλει στη νέα Πράσινη Συμφωνία που προωθείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Με την ολοκλήρωση της εκπόνησης και υιοθέτησης του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ), όπου αναλύονται οι ενεργειακοί και κλιματικοί στόχοι που θέτει η χώρα καθώς και οι Προτεραιότητες Πολιτικής και τα μέτρα για την υλοποίησή τους, η Κυβέρνηση διερευνά, επίσης, το βέλτιστο μείγμα διάρθρωσης και εξέλιξης του ενεργειακού συστήματος μέχρι το έτος 2050 για την επίτευξη συγκεκριμένων κλιματικών στόχων ώστε να καθορίσει και το πλαίσιο για την μακροπρόθεσμη ενεργειακή και κλιματική στρατηγική της χώρας για το έτος 2050.

Τα σενάρια της μακροχρόνιας στρατηγικής ορίζονται ως εξής:

  • Σενάριο ΕΕ2 (Εξηλεκτρισμός και βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης για τους 2oC – Energy Efficiency and Electrification for 2oC).
  • Σενάριο NC2 (Νέοι ενεργειακοί φορείς για τους 2oC – New energy carriers for 2oC).
  • Σενάριο ΕΕ1.5 (Εξηλεκτρισμός και βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης για τον 1.5oC – Energy Efficiency and Electrification for 1.5oC).
  • Σενάριο NC1.5 (Νέοι ενεργειακοί φορείς για τον 1.5oC – New energy carriers for 1.5oC).

Δείτε αναλυτικά παρακάτω τι προβλέπεται για τον κτιριακό τομέα

Κατανάλωση ενέργειας στα κτίρια

Η εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια, κατοικίες και κτίρια του τομέα των υπηρεσιών, περιλαμβάνεται στις βασικές πολιτικές με αδιαμφισβήτητα οφέλη, και μάλιστα αποτελεί τον τομέα με τις μεγαλύτερες δυνατότητες μείωσης των ενεργειακών καταναλώσεων με οικονομικά αποτελεσματικό τρόπο.

Τα σενάρια μακροχρόνιας στρατηγικής, αλλά και το ΕΣΕΚ-2050, περιλαμβάνουν ιδιαίτερα φιλόδοξους στόχους και ανάλογες πολιτικές με σκοπό να μειωθεί δραστικά η κατανάλωση ενέργειας ιδιαίτερα για θερμικές χρήσεις.

Οι στόχοι των σεναρίων μακροχρόνιας στρατηγικής βασίζονται στην επιδίωξη το κτιριακό απόθεμα να πλησιάσει το 2050 προδιαγραφές σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης ενέργειας, δηλαδή να αποτελείται από κτίρια με πολύ υψηλή ενεργειακή απόδοση, των οποίων η σχεδόν μηδενική ή πολύ χαμηλή ποσότητα ενέργειας που απαιτείται για την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών, να αντισταθμίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είτε άμεσα χρησιμοποιούμενες είτε έμμεσα μέσω αντλιών θερμότητας.

Συγκριτικά με το στόχο για το 2030, οι επιδιώξεις για το 2050 είναι σημαντικά πιο φιλόδοξες και επομένως τα μέσα πολιτικής πρέπει να είναι μεγαλύτερης έκτασης. Για να πλησιάσει το κτιριακό απόθεμα τη μηδενική καθαρή ενέργεια πρέπει:

  1. να εφαρμοσθούν αυστηρές προδιαγραφές για τα νέα κτίρια αναφορικά με την ενεργειακή επίδοση του κελύφους και
  2. να γίνει μεγάλης έκτασης ενεργειακή αναβάθμιση των παλαιών κτιρίων ώστε το σύνολο σχεδόν του παλαιού κτιριακού αποθέματος που θα παραμείνει το 2050 να είναι ενεργειακά αναβαθμισμένο.

Επειδή ο ρυθμός κατασκευής νέων κτιρίων είναι σχετικά μικρός και αναμένεται να διατηρηθεί χαμηλός στο μέλλον, η ενεργειακή αναβάθμιση παλαιών κτιρίων είναι πολύ μεγάλης σημασίας.

Τα σενάρια μακροχρόνιας στρατηγικής, για λόγους ανάλυσης και οικονομικής αξιολόγησης, διαφοροποιούν κάπως την έκταση εφαρμογής της παραπάνω πολιτικής για το κτιριακό απόθεμα, όπως φαίνεται στον πίνακα.

Η μεγάλης έκτασης μείωση της κατανάλωσης ενέργειας στα κτίρια λόγω της ενεργειακής αναβάθμισης του κελύφους καθιστά τη χρήση αντλιών θερμότητας πιο συμφέρουσα συγκριτικά με άλλες τεχνολογίες θέρμανσης χώρων.

Επίσης, οι κλιματικές συνθήκες στην Ελλάδα είναι συμβατές με τις τεχνικές δυνατότητες των αντλιών θερμότητας και η ανάγκη συμπλήρωσης της θέρμανσης με χρήση καυσίμου είναι πολύ περιορισμένη και σε λίγες περιοχές της χώρας.

Επομένως, ο εξηλεκτρισμός της θέρμανσης συμβαδίζει με την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων και είναι οικονομικά αποδοτικός ταυτόχρονα με την αναμενόμενη μείωση του κόστους αγοράς των αντλιών θερμότητας λόγω της εξελισσόμενης τεχνολογικής προόδου. Επίσης, οι αντλίες θερμότητας επιτρέπουν και την ενεργειακά και οικονομικά αποδοτική κάλυψη των αναγκών σε ψύξη, καθώς και την αποδοτική παροχή ζεστού νερού στα κτίρια.

Στα σενάρια της μακροχρόνιας στρατηγικής, εκτός από τις αεροθερμικές αντλίες θερμότητας, που επιλέγονται ήδη στο ΕΣΕΚ-2050, σημαντική είναι και η διείσδυση των γεωθερμικών αντλιών θερμότητας, το πλήθος των οποίων πολλαπλασιάζεται συγκριτικά με το 2030 ειδικά στα σενάρια που στοχεύουν στην βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης (ΕΕ2, ΕΕ1.5).

Η αύξηση αυτή είναι πολύ πιο έντονη στην περίπτωση των κτιρίων κατοικίας, ως αποτέλεσμα της ενεργειακής αναβάθμισης του κελύφους τους. Η εκτεταμένη χρήση ηλιοθερμικών για την κάλυψη των αναγκών ζεστού νερού χρήσης (ΖΝΧ), ειδικά στον οικιακό τομέα, η οποία έχει αποτυπωθεί και στα στατιστικά δεδομένα για το 2017, εξακολουθεί να ισχύει και στα σενάρια της μακροχρόνιας στρατηγικής.

Συγκριτικά με το 2030, το πλήθος των κτιρίων με ηλιοθερμικά συστήματα για ΖΝΧ, αυξάνεται περισσότερο στα σενάρια των νέων ενεργειακών φορέων (NC2,NC1.5), καθώς στα σενάρια που στοχεύουν στην βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, οι αντλίες θερμότητας που έχουν επιλεγεί για την κάλυψη των αναγκών θέρμανσης, χρησιμοποιούνται και για την κάλυψη της ζήτησης ζεστού νερού.

Ο εξηλεκτρισμός των θερμικών χρήσεων στα κτίρια προβλέπεται να κυριαρχήσει στα σενάρια της μακροχρόνιας στρατηγικής και να οδηγήσει σε σχεδόν μηδενισμό των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στον κτιριακό τομέα.

Λίγες μόνο περιπτώσεις χρήσης πετρελαίου και στερεών καυσίμων προβλέπονται στα σενάρια της ΜΣ50 οι οποίες περιλαμβάνουν μικρές κατοικίες και κτίρια υπό ειδικές συνθήκες.

Στην περίπτωση διάθεσης κλιματικά ουδέτερου αερίου μέσω δικτύου, σενάρια NC, τα κτίρια που θα χρησιμοποιούν αέριο για τις θερμικές χρήσεις θα είναι σχετικά περισσότερα συγκριτικά με τα σενάρια χωρίς κλιματικά ουδέτερο αέριο, όμως στα σενάρια ΕΕ το κόστος του κλιματικά ουδέτερου αερίου είναι δυσμενές συγκριτικά με το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας και θα οδηγήσει σε συρρίκνωση του πλήθους των κτιρίων που χρησιμοποιούν αέριο.

Βεβαίως, η πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα περιλαμβάνει την εξάλειψη κάθε χρήσης στερεών και υγρών ορυκτών καυσίμων στα κτίρια.

Η σχετική αύξηση της σπανιότητας της βιομάζας (λόγω χρήσης της στην παραγωγή βιοκαυσίμων και βιοαερίου) στο μέλλον θα οδηγήσει σε αύξηση τιμών που θα αποθαρρύνουν τη χρήση της για θέρμανση χώρων.

Δυσμενή επίδραση επίσης θα έχουν ρυθμιστικές παρεμβάσεις που θα αποτρέπουν την εκπομπή σωματιδίων και άλλων ατμοσφαιρικών ρύπων από την καύση βιομάζας σε κτίρια. Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει συνοπτικά τη χρήση τεχνολογιών και μορφών ενέργειας στο κτιριακό απόθεμα κατά σενάριο.

Ο εξηλεκτρισμός των θερμικών χρήσεων αυξάνεται σημαντικά σε όλα τα σενάρια της μακροχρόνιας στρατηγικής, όπως παρατηρείται ήδη στο ΕΣΕΚ-2030 σε κάποιο βαθμό.

Ο εξηλεκτρισμός θερμικών χρήσεων στα κτίρια διευκολύνεται από τη μείωση του κόστους των αντλιών θερμότητας στο μέλλον, το συνδυασμό θερμότητας και ψύξης που επιτρέπουν οι αντλίες θερμότητας και την ευκολία χρήσης της ηλεκτρικής ενέργειας.

Η τάση αυτή είναι σαφώς εντονότερη στα κτίρια του τομέα των υπηρεσιών, καθώς γίνεται στροφή σε μεγάλης ισχύος κεντρικές κλιματιστικές μονάδες που καλύπτουν τις ανάγκες για θέρμανση, ψύξη και αερισμό με χρήση ηλεκτρικής ενέργειας και μπορούν να εφαρμοστούν σε όλες τις περιπτώσεις κτιρίων (νοσοκομεία, κτίρια γραφείων κ.α.).

Γίνεται η υπόθεση ότι επιπλέον της φυσικής τάσης προς τον εξηλεκτρισμό της θέρμανσης, εφαρμόζονται και ειδικές πολιτικές για επιτάχυνση του εξηλεκτρισμού στα σενάρια της μακροχρόνιας στρατηγικής, επειδή στα σενάρια αυτά είναι εφικτή η δραστική μείωση των εκπομπών στη θέρμανση κτιρίων χάρη στην κλιματικά ουδέτερη ηλεκτροπαραγωγή.

Οι πολιτικές αυτές περιλαμβάνουν αναγνώριση και επιβράβευση της συνεισφοράς των αντλιών θερμότητας στη διαμόρφωση του συνολικού δείκτη για την επίδοση σχετικά με τις ΑΠΕ καθώς και αντίστοιχες προδιαγραφές υπέρ της ενεργειακής αποδοτικότητας την οποία εξυπηρετούν οι αντλίες θερμότητας λόγω του υψηλού συντελεστή COP (coefficient of performance).

Το φιλόδοξο πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης του κτιριακού αποθέματος απαιτεί σημαντικού ύψους επενδύσεις, οι οποίες έχουν κατά μέσο όρο αυξημένο κόστος ανά μονάδα επιφάνειας κτιρίου, γιατί εφαρμόζονται στο σύνολο σχεδόν του κτιριακού αποθέματος, δηλαδή περιλαμβάνουν και δύσκολες περιπτώσεις ενεργειακής αναβάθμισης.

Τα σενάρια μακροχρόνιας στρατηγικής προβλέπουν ότι κατ’ αρχήν εφαρμόζονται σε μεγάλη έκταση πολιτικές που επιδιώκουν την άρση κάθε εμποδίου στη λήψη της επενδυτικής απόφασης ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίου, τα οποία συνήθως αφορούν σε τεχνική αβεβαιότητα, έλλειψη πληροφορίας, εμπόδια στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση και θεσμικά ζητήματα.

Τέτοια μέτρα είναι η κατάλληλη προσαρμογή οικοδομικών κανονισμών, πιστοποίησης και εγγυήσεων, κανονισμοί πολυκατοικιών, συστήματα χρηματοδοτήσεων από τρίτους και η υποχρέωση των εταιρειών παροχής ενέργειας να υποβοηθούν τα έργα εξοικονόμησης ενέργειας, κλπ.

Τα μέτρα αυτά οδηγούν τους επενδυτές να θεωρούν εύλογου μεγέθους επιτόκια προεξόφλησης για την αξιολόγηση της σκοπιμότητας των επενδύσεων στην ενεργειακή αναβάθμιση, αντί υψηλά επιτόκια υποκειμενικού χαρακτήρα, που συνήθως λαμβάνονται υπόψη για επενδυτές με χαμηλό εισόδημα ή δυσκολία χρηματοδότησης.

Μέτρα που βασίζονται σε πιστοποιητικά ενεργειακής απόδοσης και προδιαγραφές ελάχιστης απόδοσης συνδυασμένες με κίνητρα ή αντικίνητρα μπορεί να είναι αποτελεσματικά ώστε οι επενδυτές να συνυπολογίζουν τα σχετικά οφέλη ή τις σχετικές ποινές μαζί με το όφελος από το κόστος της ενέργειας που θα εξοικονομηθεί.

Επίσης, μέτρα άμεσης επιδότησης μέρους της δαπάνης ή του επιτοκίου δανεισμού θα χρειασθούν ώστε να περιληφθούν στις ενεργειακές αναβαθμίσεις και περιπτώσεις κτιρίων με δυσκολία αναβάθμισης και επενδυτών με οικονομική δυσπραγία.

Στην παρούσα μελέτη δεν έχει μελετηθεί στο απαιτούμενο βάθος ο βέλτιστος συνδυασμός μέτρων για την υποβοήθηση της ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίων σε μεγάλη έκταση.

Έγινε η υπόθεση ότι θεσμικά και άλλα μέτρα εξασφαλίζουν ότι τα επιτόκια προεξόφλησης είναι σε εύλογο επίπεδο και ότι σειρά άλλων μέτρων που συνδυάζουν προδιαγραφές ενεργειακής επίδοσης κτιρίων και άμεση επιδότηση δαπάνης ή δανεισμού οδηγούν σε μεγάλο όφελος από την εξοικονόμηση που υπερβαίνει σημαντικά το χρηματικό όφελος από τη μείωση της δαπάνης αγοράς καυσίμων.

Με τον τρόπο αυτό προσομοιώθηκαν οι αποφάσεις σε μεγάλη ανάλυση κατά είδος κτιρίου και κατηγορία καταναλωτή ώστε να καλυφθεί η μεγάλης έκτασης ενεργειακή αναβάθμιση όπως χρειάζεται για την επίτευξη των στόχων κάθε σεναρίου.

Είναι εύλογο ότι η επενδυτική απόφαση για την ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίου συνυπολογίζει τη δαπάνη επένδυσης και τα οφέλη από τη μείωση του λογαριασμού ενέργειας σε ετήσια βάση. Όμως στα οφέλη συνυπολογίζονται και έμμεσα οφέλη τα οποία κατάλληλες πολιτικές μπορούν να αναδείξουν.

Τα έμμεσα οφέλη μπορεί να προκύψουν από τη βελτιωμένη ενεργειακή ποιότητα του κτιρίου, το οποίο αναβαθμίζει την αξία του στην αγορά ακινήτων. Μπορεί επίσης τα οφέλη να αντιστοιχούν σε αποφυγή κυρώσεων όταν, λόγω της ανακαίνισης, τα χαρακτηριστικά του κτιρίου συμμορφώνονται με σχετικά πρότυπα και κανονισμούς.

Η συμμόρφωση στους κανονισμούς επίσης παρέχει όφελος γιατί διευκολύνει την ενοικίαση ή πώληση της ιδιοκτησίας στο μέλλον. Με τον τρόπο αυτό η κανονιστική πολιτική επιφέρει έμμεσα κίνητρα για τη βελτίωση της ανακαίνισης και της αποδοτικότητας.

Το χρηματικό όφελος που προστίθεται στην εξοικονόμηση λογαριασμών ενέργειας μπορεί απλά να αναπαριστά την μοναδιαία αξία ή την τιμή εκκαθάρισης αγοράς πιστοποιητικών, των λεγόμενων λευκών πιστοποιητικών, ή την έμμεση αξία που αντιστοιχεί σε πολιτική που υποχρεώνει τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας να πραγματοποιούν εξοικονόμηση ενέργειας στις εγκαταστάσεις των πελατών τους.

Το ύψος του έμμεσου χρηματικού οφέλους, που προστίθεται στο όφελος από τη μείωση της δαπάνης αγοράς ενέργειας, αποτελεί μεταβλητή ελέγχου ώστε να προσομοιωθεί κατά σενάριο η ένταση και η ταχύτητα ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων. Ενδεικτικά, παρουσιάζεται η μέση τιμή του έμμεσου χρηματικού οφέλους στον σχετικό πίνακα.

Σημαντική επίδραση στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στα κτίρια έχει επίσης η εφαρμογή των προτύπων eco-design για τα οποία γίνεται η υπόθεση ότι συνεχίζουν και στο μέλλον να είναι αυστηρότερα ανάλογα με το σενάριο.

Η επιλογή πολύ αποδοτικών συσκευών (που οδηγείται από την εφαρμογή των προτύπων) διευκολύνεται επιπλέον από τη μείωση του κόστους των πιο αποδοτικών συσκευών, η οποία συμβαδίζει με την υπόθεση αυξημένης τεχνολογικής προόδου που επιτυγχάνεται στα σενάρια δραστικής μείωσης των εκπομπών στην Ευρώπη, τα οποία περιλαμβάνονται στα σενάρια της ΜΣ50 για την Ελλάδα.

Η θεαματική βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, στο πλαίσιο των σεναρίων της μακροχρόνιας στρατηγικής, διασφαλίζει πλήρη αποδέσμευση της κατανάλωσης ενέργειας από την οικονομική ανάπτυξη, η οποία χωρίς τα μέτρα πολιτικής θα οδηγούσε σε αύξηση της κατανάλωσης.

Η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας στα κτίρια είναι συνεχής μετά το 2020 και είναι μεγάλης έκτασης στα σενάρια της μακροχρόνιας στρατηγικής συγκριτικά με το ΕΣΕΚ-2030 και ιδιαίτερα στα σενάρια ΕΕ, τα οποία στοχεύουν ειδικά στην αποδοτικότητα και στον εξηλεκτρισμό.

Το 2050 η μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στις κατοικίες, συγκριτικά με το 2005, κυμαίνεται μεταξύ 42% και 46% στα σενάρια των 2o C και μεταξύ 45% και 57% στα σενάρια του 1.5o C.

Στα κτίρια του τομέα των υπηρεσιών η αντίστοιχη μείωση είναι μικρότερη και κυμαίνεται μεταξύ 5% και 11% στα σενάρια των 2o C και μεταξύ 12% και 19% στα σενάρια του 1.5o C. Η εξοικονόμηση ενέργειας στον τομέα των υπηρεσιών, συγκριτικά με το 2005, είναι ποσοστιαία μικρότερη συγκριτικά με τον οικιακό τομέα, κυρίως, επειδή η επικρατούσα τάση αύξησης της ενεργειακής κατανάλωσης αφορά στις ειδικές ηλεκτρικές χρήσεις και όχι στη θέρμανση χώρων, δηλαδή σε τομέα όπου οι δυνατότητες εξοικονόμησης ενέργειας είναι σχετικά περιορισμένες.

Η κατανάλωση ενέργειας για θερμικές χρήσεις στα κτίρια του τομέα των υπηρεσιών παρουσιάζει μεγάλη μείωση συγκριτικά με το 2005 σε όλα τα σενάρια και σε όλον τον χρονικό ορίζοντα. Σε αυτό συνεισφέρουν και τα κτίρια του δημοσίου τομέα, δεδομένου και του υποδειγματικού ρόλου που διαδραματίζουν στο πλαίσιο της πολιτικής που περιλαμβάνεται στα σενάρια.

Η τάση αύξησης των ειδικών ηλεκτρικών χρήσεων και του φωτισμού είναι σημαντική και στον τομέα των κατοικιών όπου το πλήθος των μικρών συσκευών και των συσκευών επικοινωνίας και ιντερνέτ (τηλεοράσεις, υπολογιστές, φορτιστές κ.α.) αυξάνεται το 2050 κατά 335% σε σχέση με το 2005. Όμως, εφαρμογή των αυστηρών προτύπων eco-design ακυρώνει την τάση αύξησης της αντίστοιχης τελικής κατανάλωσης ενέργειας σε αυτές τις χρήσεις.

Το ανθρακικό αποτύπωμα της ενεργειακής κατανάλωσης στον κτιριακό τομέα μειώνεται θεαματικά λόγω της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης και του εξηλεκτρισμού των θερμικών χρήσεων.

Επιπλέον, στα σενάρια που περιλαμβάνουν διανομή κλιματικά ουδέτερου αερίου, δηλαδή στα σενάρια NC, η μείωση των εκπομπών οφείλεται κατά σημαντικό βαθμό στη χρήση αερίου χαμηλού ανθρακικού αποτυπώματος.

Πηγή:profilnet.gr

Εγγραφή Είσοδος
Υπενθύμηση κωδικού
Εγγραφή Είσοδος
Θα σας αποσταλεί μήνυμα στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για την ενεργοποίηση της εγγραφής.
Εγγραφή Είσοδος
Έγγραφή